Γρανουλίτης:
Κάτω από τις
γρανουλιτικές συνθήκες (Τ~8000 και Ρ~2-12 kbar) μπορεί να προκύψει μερική τήξη κυρίως σε ένυδρα ορυκτά,
όπου παραγόμενο τήγμα διαχωρίζεται σε λευκοσώματα αφήνοντας ένα γρανουλιτικό υπόλειμμα
ως μελανόσωμα. Να σημειωθεί ότι ο γρανουλίτης είναι ένα υψηλού βαθμού μεταμορφωτικό
πέτρωμα το οποίο στην περίπτωση που υπέστη μερική τήξη τότε η γρανουλιτική φάση
παρουσιάζει μελανόσωμα ή υπολειμματικά υλικά.
Η αποσυμπίεση του τήγματος είναι βασική διεργασία για την παραγωγή του μάγματος κυρίως σε τεκτονικά
περιβάλλοντα όπου ο φλοιός και ο μανδύας υποβάλλονται σε γρήγορή αποσυμπίεση χωρίς
σημαντική μείωση της Τ: Όταν μανδυακά πετρώματά ανέρχονται λόγω τεκτονικών
δυνάμεων, σε ζώνες ηπειρωτικής τάφρου και θερμών κηλίδων, υποβάλλονται σε
μείωση της Ρ η οποία επιτρέπει την εκκίνηση της μερικής τήξης και καθώς τα
πετρώματα «διασχίζουν» την solidus παράγεται μάγμα χωρίς την
ανάγκη εξωγενούς θερμικής πηγής. Αυτό όμως απαιτεί αδιαβατική αποσυμπίεση,
δηλαδή χωρίς να χαθεί σημαντική θερμότητα κατά την άνοδο. Επίσης η αποσυμπίεση
του τήγματος προκαλεί εισχώρηση μαφικών μαγμάτων στην βάση του φλοιού
παρέχοντας επιπρόσθετη θερμότητα με τη δυνατότητα τήξης του κατώτερου φλοιού.
ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΑΓΜΑΤΟΣ
Η άνοδος του μάγματος
αναφέρεται ως η κίνηση του τηγμένου πετρώματος, από τις πηγές του στον μανδύα
και στον κατώτερο φλοιό, προς την επιφάνεια.
ΠΛΕΥΣΤΟΤΗΤΑ
Η πλευστότητα είναι η κύρια
δύναμη για την προώθηση του μάγματος στην επιφάνεια. Προκύπτει από τη διαφορά
πυκνότητας μεταξύ του μάγματος και των πετρωμάτων που το περιβάλλουν.
Το μάγμα, ως προϊόν μερικής τήξης των στερεών πετρωμάτων στον βαθύ φλοιό η στον
ανώτατο μανδύα, διαμορφώνει μικρότερη πυκνότητα σε σχέση με τα μητρικά του
πετρώματα και επομένως είναι βαρυτικά ασταθές με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η
ανοδική του κίνηση. Η άνοδος μίας μάζας μάγματος λόγω της πλευστότητας,
εξαρτάται από τη δύναμη αντίστασης που προκύπτει από τη ρεολογία του, δηλαδή το
ιξώδες. Μάγματα με υψηλό ιξώδες, όπως τα πυριτικά, χρειάζονται αρκετή δύναμη
πλευστότητας για να υπερβούν την δύναμη αντίστασης του ιξώδους όπου έρχεται σε
επαφή με τα στέρεα περιβάλλοντα πετρώματα στα περιθώρια του μαγματικού
σώματος
Αντίθετα τα βασαλτικά μάγματα με χαμηλότερο ιξώδες μπορούν να ανέλθουν με
μεγαλύτερη ευκολία και ταχύτερα.
Η άνοδος είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης δυο
θεμελιωδών αλλά αντιθέτων δυνάμεων, της θερμικής και της βαρυτικής
στο εσωτερικό της Γης. Η τήξη της μαγματικής πηγής συνεχίζεται χωρίς
περιορισμούς έως ότου όλο το πηγαίο πέτρωμα εξαντληθεί ή να παραμείνει ως
υπόλειμμα και ο υπεύθυνος γι’ αυτό μηχανισμός (πχ αποσυμπίεση, εισροή πτητικών)
σταματήσει. Αλλά στον βαρυτικό τομέα ένα τηγμένο μέρος του
πετρώματος,
συνήθως, είναι αρκετό για την δημιουργία πλευστότητας ώστε να κινηθεί ανοδικά
πριν ολοκληρωθεί η τήξη της μαγματικής πηγής. Η ανοδική κίνηση υπό την
επίδραση της βαρύτητας ωθεί το μάγμα να ανέλθει μέχρι την επιφάνειά της με ηφαιστειακή έκρηξη, αλλά
μέρος της ανερχομένης ποσότητας, συχνά, διακόπτεται όταν χάνει θερμότητα προς
τα γειτονικά πετρώματα, γίνεται πιο ιξώδης και σταματά να ρέει.
Το μάγμα κατά την ανοδική του πορεία ακολουθεί
την αρχή της ελαχίστης προσπάθειας, δηλαδή επιλέγει διαδρομή που απαιτεί
την ελάχιστη ενέργεια. Αυτή η φυσική επιλογή οδηγεί το μάγμα να κινηθεί μέσω
διαρρήξεων και αδύναμων σημείων του φλοιού τα οποία μπορεί να διαπεράσει.
Η κινητική του μάγματος συμβάλλει σε μια
σημαντική μεταγωγή της θερμότητας από το βάθος της λιθόσφαιρας προς τα
κοντινά στην επιφάνεια επίπεδα και καθίσταται ως ο σημαντικότερος παράγων της
θερμικής εξέλιξης της Γης.
Μαφικά και υπερμαφικά μάγματα στον ανώτατο
ορίζοντα του μανδύα είναι λιγότερο πυκνά από αυτά του μανδυακού περιδοτίτη από
τον όποιο προέρχονται. Επομένως ή πλευστότητά τους είναι θετική και δυνητικά
μπορούν να ανέλθουν. Ωστόσο, πάνω από τη Moho, τα κρυσταλλικά
πετρώματα είναι κυρίως αστριοειδή και φτωχά σε ολιβίνη και συνεπώς η πυκνότητά
τους είναι κατά πολύ μικρότερη από αυτή του υποκείμενου μανδύα. Εάν τα μάγματα
που προέρχονται από τον μανδύα είναι αρνητικής ή ουδέτερης ή θετικής πλευστότητας,
εξαρτάται κυρίως από την Ρ και την Τ και ειδικά από την ορυκτολογική τους
σύνθεση. Να σημειωθεί ότι έστω και πολύ μικρές διαφορές (μερικές δεκάδες gr/cm3) στην πυκνότητα του
μάγματος, είναι αρκετές για να μετατρέψουν την πλευστότητα από θετική σε
αρνητική.
Η πυκνότητα του ωκεάνιου βασαλτικού φλοιού
(πάχους περίπου 7χλμ) αυξάνεται με το βάθος λόγω της προοδευτικής μείωσης της φυσαλίδωσης
(vesicularity)
καθώς κλείνουν οι πόροι και αποβάλλεται το νερό.
Οι μανδυακοί ολιβινικοί βασάλτες (πικρίτες) και
ο φλοιός έχουν περίπου την ίδια πυκνότητα σε βάθος 1-3 χλμ., με αποτέλεσμα να
σχηματίζεται ένας ορίζοντας ουδέτερης
πλευστότητας όπου το μάγμα λιμνάζει και συσσωρεύεται (Ryan, 1994). Αυτό οδηγεί σε πλευρική διόγκωση των
μαγματικών θαλάμων και είναι πολύ πιθανό ο ορίζοντας της διόγκωσης να συμπίπτει
με τη ζώνη απόκλισης των περιθωρίων των τεκτονικών πλακών όπως σε μεσοωκεάνιες
ράχες. Επομένως μάγμα μικρότερης πυκνότητας μπορεί να ανέλθει μέσω των dikes στον πυθμένα των ωκεανών όπου και εξωθείται.
Ο ηπειρωτικός φλοιός σε σχέση με τον ωκεάνιο
είναι εξαιρετικά ανομοιογενής και δεν είναι εύκολο να ομαδοποιηθούν περιπτώσεις
ανόδου του μάγματος, λόγω των διάφορων τιμών της πυκνότητας τόσο των
ιζηματογενών (2,2 – 2,7g cm-3) όσο και των πυριγενών και μεταμορφωμένων
πετρωμάτων του φλοιού (2,6 – 2,9g cm-3) με μέση πυκνότητα 2,7g cm-3 που αντιστοιχούν στον
διορίτη και γρανοδιορίτη. Σε αρκετές περιοχές βαθύς ηπειρωτικός φλοιός έχει
κατά προσέγγιση πυκνότητες 2,9g cm-3 που αντιστοιχούν σε πιο μαφικές συνθέσεις όπως
των αμφίβολων. Ανδεσιτικά και μικρής πυκνότητας πυριτικά μάγματα στον φλοιό
είναι πιθανώς θετικής πλευστότητας και μπορούν να ανέλθουν στην επιφάνεια.
Βασαλτικά μάγματα, ακόρεστα σε πτητικά, δεν
μπορούν να ανέλθουν δια μέσου του λιγότερου πυκνού ηπειρωτικού φλοιού με
γρανιτική ή γρανοδιοριτική σύνθεση και τα οποία ενδέχεται να δημιουργήσουν μία συσσώρευση
βασαλτικού μάγματος κάτω από τον κατώτερο ηπειρωτικό φλοιό (underplating) καθώς επίσης και να εισχωρήσουν εντός αυτού. Επομένως αστριοειδή πετρώματα φλοιού* συμπεριφέρονται ως φίλτρα πυκνότητας (density filter)
εμποδίζοντας την άνοδο των πιο πυκνών μανδυακών μαφικών μαγμάτων. Αυτά τα
μπλοκαρισμένα βασαλτικά μάγματα θεωρούνται υπεύθυνα για την μερική τήξη του ήδη
θερμού κατωτέρω φλοιού, τα οποία καθώς ψύχονται μεταφέρουν θερμότητα. Κατά την
διάρκεια αυτής της ψύξης διαχωρίζουν τον ολιβίνη ώστε τα εναπομένοντα τήγματα
ως λιγότερα πυκνά αναπτύσσουν τέτοια πλευστότητα αρκετή για να ανέλθουν.
Έχει
παρατηρηθεί το παράδοξο φαινόμενο ότι βασαλτικά παλαιομάγματα, τα οποία δεν
έχουν αναπτυχθεί πλήρως, με πυκνότητες μεγαλύτερες από των ηπειρωτικών
πετρωμάτων, εξωθούνται ως λάβα στην επιφάνεια σε ηπειρωτικές περιοχές. Αυτό
μπορεί να εξηγηθεί με την δράση κινητηρίων δυνάμεων όπως είναι η απόμειξη και η
διόγκωση των φυσαλίδων σε κορεσμένα πτητικά μάγματα οι οποίες μπορούν και
μειώνουν αισθητά την πυκνότητα, βελτιώνουν την πλευστότητα και προκαλούν
ηφαιστειακή έκρηξη για την οποία, όμως, απαιτείται ακόμη ένας κινητήριος
μηχανισμός η υπερπίεση του μάγματος
που δεν εξαρτάται από την απόμειξη των πτητικών.
*Τα αστριοειδή πετρώματα συμπεριφέρονται ως φίλτρα πυκνότητας καθώς,
ως πλούσια σε ορυκτά αστρίων, έχουν χαμηλή πυκνότητα συγκρινόμενα με τα μαφικά
μάγματα, τα οποία καθώς ανέρχονται υποβάλλονται σε διεργασίες κρυσταλλοποίησης
και απορρόφησης από το περιβάλλον κρυσταλλικό υλικό και μετατρέπονται σε μάγματα
πυριτίου μειώνοντας έτσι την πυκνότητά τους ώστε να διευκολύνεται η διείσδυσή τους
στον φλοιό. Ακόμη τα αστριοειδή έχουν διαφορετικές θερμικές και μηχανικές ιδιότητες
οι οποίες επηρεάζουν τόσο την πλευστότητα όσο και το ιξώδες του μάγματος με
περαιτέρω ικανότητα ανόδου.
Mαγματικός
θάλαμος (magma chamber)
Ο μαγματικός θάλαμος είναι ο
κύριος και μοναδικός παράγων για τον σχηματισμό ηφαιστείου και ορίζεται ως ένα
κρυσταλλικό ολικώς ή μερικώς τηγμένο μαγματικό σώμα που εντοπίζεται στον φλοιό
και τροφοδοτείται με μάγμα από μια βαθύτερη πηγή (reservoir). Έτσι αφενός
συμπεριφέρεται ως συλλέκτης μάγματος από την εν λόγω πηγή και αφετέρου έχει τη
δυνατότητα παροχής μάγματος σε διεισδυτικά μορφώματα όπως dike,κοίτες (sills) και στο περιβάλλοντα φλοιό και στο σχετιζόμενο ηφαίστειο.
Οι μαγματικοί θάλαμοι
διακρίνονται σε αβαθείς (shallow magma chambers) στα 5-6χλμ
στον ανώτερο φλοιό και σε δεξαμενές βάθους (deep-seated reservoir) στα 15-30χλμ
στον κατώτερο φλοιό ή στον ανώτερο μανδύα, (η απόσταση ορίζεται από την κορυφή
τους μέχρι την επιφάνεια).
Για τον σχηματισμό αβαθούς
μαγματικού θαλάμου απαραίτητη είναι η εναπόθεση κοίτης η οποία, σε υγρή μορφή, συμπεριφέρεται
ως φράγμα στην κάθετη εισχώρηση των dikes. Αυτή η αρχική
κοίτη ή συστάδα κοιτών συγχωνεύονται σ’ ένα μαγματικό σώμα, αλλά βασική
προϋπόθεση, για να εξελιχτεί σε μαγματικό θάλαμο, είναι η συχνότητα των
εισχωρούντων – συγκρουόμενων dikes με αυτή, έτσι
ώστε να διατηρείται ρευστή κατά την διάρκεια της ελαστικο – πλαστικής διόγκωσης
η οποία είναι αναγκαία για τον σχηματισμό και διατήρηση του μαγματικού θαλάμου.
Η αρχική κοίτη θα πρέπει να είναι αρκετά “παχιά” ώστε να έχει τη δυνατότητα
απορρόφησης του μεταφερόμενου, από τα dikes, μάγματος.
Πάντως, αν μία η περισσότερες κοίτες απαιτηθούν για την δημιουργία θαλάμου αυτό
εξαρτάται τόσο από τον ρυθμό έκχυσης των dikes όσο κι από το
πάχος της, που υπολογίζεται σε μερικές δεκάδες μέτρα, καθώς από αυτό εξαρτάται
και ο χρόνος στερεοποίησής της που είναι ο βασικός περιοριστικός παράγων για
την ανάπτυξη της.
Για τον σχηματισμό δεξαμενής
βάθους (deep-seated reservoir), δημιουργούνται συσσωρεύσεις μάγματος στον κατώτερο φλοιό ή στο όριο
μεταξύ αυτού και του ανωτέρου μανδύα, συνήθως στα περιθώρια αποκλινόντων πλακών
οπού εκεί εντοπίζονται περιοχές ρηγμάτων, σχηματισμών τεκτονικών τάφρων (graben) και γενικά σε περιοχές λέπτυνσης του φλοιού.
Το μάγμα μετακινείται από
περιοχές χαμηλής δυνητικής ενέργειας και τείνει να συσσωρεύεται εκεί όπου η
δυνητική ενέργεια πλησιάζει ένα τοπικό ελάχιστο. Για οιονεί - στατικές (quasi – static) συνθήκες η περιοχή με την ελάχιστη δυνητική ενέργεια συμπίπτει με εκείνες
όπου το βάθος μέχρι του μερικώς τηγμένου κατώτερου φλοιού ή ανωτέρου μανδύα
αγγίζει ένα τοπικό ελάχιστο. Στα αποκλίνοντα περιθώρια πλακών όπως στη
μεσοωκεάνια ράχη το ελάχιστο βάθος της δεξαμενής είναι 6-8 χλμ.
Σταδιακά μία οιονεί – στατικά
δεξαμενή σωματοποιείται ως προ την πυκνότητα. Αυτό σημαίνει ότι το υψηλής
πυκνότητας μάγμα συσσωρεύεται στο κάτω μέρος (σε οριζόντια διάταξη) ενώ το
χαμηλής πυκνότητας μάγμα συσσωρεύεται στην οροφή της δεξαμενής αλλά σε σχηματισμό
θόλου λόγω της υπερύψωσης και κύρτωσης που οφείλεται στη πίεση του μάγματος και
στην ώθηση της πλάκας.
Μετακίνηση του μάγματος από μαγματικούς θαλαμους
Ειδικότερα για την μετακίνηση του μάγματος για
την δημιουργία ηφαιστείου οι παραπάνω δυο διεργασίες, πλευστότητα και
υπερπίεση, δρουν συγχρόνως και η κυρίαρχος εξαρτάται από τον όγκο ροής του
μάγματος στον αβαθή μαγματικό θάλαμο.
Η υπερπίεση εντός του μαγματικού θαλάμου οδηγεί
στη διάρρηξή του με αποτέλεσμα τη δημιουργία dikes που θα εισχωρήσουν στο περιβάλλον πέτρωμα, καθώς η
υπερπίεση οφείλεται: α) στην αύξηση της ροής του μάγματος λόγω της
αντίστοιχης εισχώρησης dikes από τον βαθύτερο θάλαμο και β) στο βαθμιαίο
εφελκυσμό του κρυσταλλικού τμήματος του θαλάμου από τις ηπειρωτικές ρηξιγενής
ζώνες ή από την απόκλιση των πλακών λόγω της αύξησης της εφελκυστική τάσης στα
περιθώριά τους (μεταξύ θαλάμου – πετρώματος) η οποία όταν υπερβεί την αντοχή
του πετρώματος δημιουργεί τοπική διάρρηξη.
Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω συνθήκες ο
μαγματικός θάλαμος θα διαρραγεί σύμφωνα με ην εξίσωση:
Pl + Pe ═ σ3 + So
Όπου Pl :η λιθοστατική
πίεση, Pe :η υπερβάλλουσα μαγματική πίεση. Άρα η συνολική
πίεση στο θάλαμο είναι: Pt ═ Pl + Pe
Ο παράγων: (σ3 + So) δεικνύει την πίεση του δέχεται ο θάλαμος από το
περιβάλλον πέτρωμα:
σ3 : η μέγιστη εφελκυστική
τάση
και So: η in situ εκτατική αντοχή του πετρώματος στο
σημείο διάρρηξης.
Είναι σαφές ότι ο θάλαμος διαρρηγνύεται όταν Pt > σ3 + So, καθώς στη συνολική Ρ
περιλαμβάνεται και η πίεση των αερίων.
Η διάρρηξη σχηματίζει dike το οποίο κινείται
ανοδικά εντός των κρυσταλλικών στρωμάτων της οροφής του θαλάμου λόγω της υπερπίεσης
(Po) η οποία συμπεριφέρεται ως κινητήρια δύναμη.
Ισχύει ότι: Po ═ Pe + (ρr - ρm) gh + σd
ρr: η μέση πυκνότητα του πετρώματος
ρm: η μέση πυκνότητα
του μάγματος στον θάλαμο
g: η επιτάχυνση λόγω
βαρύτητας
h: η καθετή απόσταση από
την οροφή του θαλάμου, α) για τροφοδοτικά (feeder) dikes, έως την επιφάνεια και
β) για μη τροφοδοτικά (non-feeder) dikes έως το σημείο
στερεοποίησης ή κατάρρευσης, πάντοτε εντός του φλοιού.
σd: η διαφορική τάση, (σ1
– σ3), η οποία είναι είτε θετική είτε μηδενική, καθώς σ1 ≥ σ2 ≥ σ3, οπότε
αν σ1 = σ3 χαρακτηρίζεται
η ισότροπή κατάσταση τάσεων και αν σ1 = σ2 = σ3
χαρακτηρίζεται η λιθοστατική κατάσταση τάσεων.
Ο παράγων (ρr - ρm) gh είναι η πλευστότητα η οποία δεν συμβάλλει
ουσιαστικά στην υπερπίεση και οδηγεί το dike στα πρώτα μέτρα της
εκκίνησής του. Να σημειώσουμε ότι σε υψηλής πυκνότητας βασαλτικά μάγματα αν ρr ≤ ρm, δηλαδή ο παράγων θα είναι
μηδέν ή αρνητικλος, τότε δεν υπάρχει πλευστότητα. Γενικά η πυκνότητα στα
περισσότερα κρυσταλλικά πετρώματά κυμαίνεται μεταξύ 2.0≤ ρr ≤ 3.0g cm-3 ενώ του τυπικού
μάγματος μεταξύ 2.25≤ ρm≤2.75 gcm-3
Υπερπίεση του μάγματος
Είναι
η Ρ εντός του μαγματικού σώματος η οποία υπερβαίνει την λιθοστατική Ρ που ασκείται
από τα περιβάλλοντα πετρώματα. Εξαρτάται από παράγοντες όπως:
- Η απόμειξη των πτητικών:
καθώς το μάγμα ανέρχεται η Ρ μειώνεται, τα αέρια διαλύονται και διαχωρίζονται
από το τήγμα σχηματίζοντας φυσαλίδες οι οποίες αυξάνουν την εσωτερική Ρ .Αυτή η
συσσώρευση των πτητικών είναι ο βασικός παράγοντας της υπερπίεσης κυρίως σε αβαθείς
μαγματικούς θαλάμους.
- Η κρυσταλλοποίηση του μάγματος: καθώς το μάγμα ψύχεται η κρυσταλλοποίηση μειώνει την
ποσότητα του τήγματος το οποίο μπορεί να αυξήσει την Ρ εντός ενός περιορισμένου
μαγματικού θαλάμου. Αυτό συμβαίνει διότι οι νέοσχηματιζόμενοι κρύσταλλοι
καταλαμβάνουν λιγότερο όγκο από το αρχικό ρευστό τήγμα με αποτέλεσμα ο θάλαμος
να παρουσιάζει αυξημένη εσωτερική Ρ.
- Η θερμική διόγκωση: Με
την άνοδο της Τ ή με τη προσθήκη νέου μάγματος διογκώνεται ο μαγματικός θάλαμος
με αποτέλεσμα την υπερπίεσή του.
Η δυναμική της υπερπίεσης προκύπτει από το λόγο
του ύψους της επιφάνειας, δηλαδή πόσο ψηλά μπορεί να ανέλθει το μάγμα και από
το πάχος της στήλης (dike) κοντά στην επιφάνεια ή πάνω σ’ αυτή μέσω της
οποίας ανέρχεται. Υπάρχουν δύο παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την εκτιμώμενη
υπερπίεση λόγω των μεταβαλλών του πάχους της στήλης καθώς η έκρηξη προοδευτικά
τερματίζεται. Ο ένας είναι η πιθανότητα μείωσης του ανοίγματος (περιμέτρου)
της στήλης, καθώς η υπερπίεση μειώνεται έως το τέλος της έκρηξης. Ο άλλος
είναι η μείωση του όγκου της στήλης κατά την διάρκεια της λιθοποίησης
του μάγματος εντός της.
Θεωρητικά από όσο μεγαλύτερο βάθος ξεκινά η
στήλη του μάγματος τόσο μεγαλύτερο είναι το ύψος στο οποίο ένα ηφαίστειο μπορεί
να αναπτυχθεί πάνω στην επιφάνεια. Πρέπει να σημειωθεί ότι η πίεση του μάγματος
σε όλο το μήκος της στήλης είναι σταθερά μεγαλύτερη από την λιθοστατική. Η
υπερπίεση μπορεί εύκολα να θρυμματίσει εύθραυστα πτερώματα ή αν δεν το κάνει,
μπορεί να οδηγήσει το μάγμα σε εισχωρήσεις εντός προϋπαρχουσών ρωγμών
υπερκαλύπτοντας την πίεση του ιξώδους ή και ακόμη, η υπερπίεση, μπορεί με αργό
ρυθμό να προωθήσει το μάγμα μέσω των όλκιμων υπερκείμενων πετρωμάτων. Αυτό έχει
φανεί σε εκατοντάδες βασαλτικές εξωθήσεις Καινοζωικού όπου σε εφελκυστικά
τεκτονικά καθεστώτα βρίσκονται ξενόλιθοι πυκνού μανδυακού περιδοτίτη.
Εισχώρηση και εναπόθεση μάγματος στον φλοιό
Η κίνηση
του μάγματος από την πηγή του στην επιφάνεια είναι μια θεμελιώδης διεργασία σχηματισμού
του φλοιού μέσω δραστηριοτήτων εισχωρήσεων και εξωθήσεων. Η κινητική των
μαγματικών εισχωρήσεων και της εναπόθεσης προσδιορίζονται από την αλληλεπίδραση
φυσικών και χημικών παραγόντων όπως το ιξώδες του μάγματος, η πλευστότητα, η
παρουσία πτητικών και τα τεκτονικά περιβάλλοντα.
Το
μάγμα ανέρχεται ή/και εναποτίθεται μέσω των διεισδυτικών σωμάτων (intrusive):
- εκτατικών διαρρήξεών (extension fractures) -
στηλοειδών εισχωρήσεων: dikes, κοίτες,
- διατμητικών διαρρήξεων (shear fractures) - μη-στηλοειδών εισχωρήσεων: πλουτωνικά σώματα ή πλούτωνες (πχ βαθόλιθοι,
λοπόλιθοι) και
- διάπειρων: μανδυακοί
πίδακες, θερμές κηλίδες.
Αποτελούν την φυσική παρουσία του πλουτωνισμού
και αντιπροσωπεύουν τις δομές που προκύπτουν από την εναπόθεση και
κρυσταλλοποίηση του μάγματος εντός του φλοιού.
Το πρόβλημα
της εξεύρεσης χώρου
Για το μάγμα που μετακινείται
από τον ανώτερο μανδύα και τον κατώτερο φλοιό προς στους ανωτέρους ορίζοντες
του φλοιού τίθεται θέμα χώρου τόσο για την εισχώρηση όσο και για την απόθεσή
του, καθώς συνεπάγεται την ανταλλαγή της θέσης των υλικών, δηλαδή πέτρωμα με
μάγμα.
Η
διάκριση των εισχωρήσεων, σε στηλοειδείς και μη-, έγινε ως προ την γεωμετρία
των, δεδομένου ότι οι μη-στηλοειδείς διατμητικές έχουν ακανόνιστη και ογκώδη
γεωμετρία και απαιτείται άμεση εύρεση χώρου για την επέκτασή τους, σε αντίθεση
με τις στηλοειδείς εκτατικές, οι οποίες διεισδύουν λόγω της πινακοειδούς
γεωμετρίας τους, χωρίς να είναι απαραίτητη η εύρεση χώρου για την μετακίνησή
τους. Αυτός ο διαχωρισμός μπορεί να θεωρηθεί απλοποιημένος διότι αφενός αναφέρεται
σε δυο ακραίες καταστάσεις και αφετέρου το σύστημα ‘εισχώρηση – εναπόθεση’
επηρεάζεται από παράγοντες τόσο ενδογενών αυτών των σωμάτων εισχώρησης, αλλά
και εξωγενών των περιβαλλόντων πετρωμάτων μέσω των όποιων μετακινούνται.
Τα dikes και οι κοίτες κατά την μετακίνησή
τους φαίνεται ότι ακολουθούν προϋπάρχουσες διαρρήξεις και στρωματώδεις περιοχές,
αλλά ο φλοιός για ανα δεχθεί αυτές τις εισχωρήσεις απαιτείται τουλάχιστον πλαστική
παραμόρφωση και μικρή μετατόπιση των πετρωμάτων, γεγονός που συνεπάγεται δημιουργία
χώρου. Για παράδειγμα ομάδες dikes (παρακάτω) εκτοπίζουν πλευρικά σημαντικούς όγκους πετρωμάτων
ώστε να προκύψει χώρος. Επομένως έχουμε μια μηχανική της επέκτασης των διαρρήξεων
και της συμπεριφοράς της αλληλεπίδρασης μεταξύ των πεδίων τάσεων με τον περιβάλλοντα
φλοιό. Αν θεωρήσουμε ότι στόχος των dikes είναι να βγει στην επιφάνεια, αυτό σε
μεγάλο ποσοστό δεν επιτυγχάνεται καθώς οι παραγόμενες τάσεις σε σχέση με την υπερπίεση
των υπερκείμενων στρωμάτων είναι τέτοιες που είτε ανακόπτουν την πορεία των dikes
(μη τροφοδοτικά) είτε τα εκτρέπουν σε σχηματισμό κοιτών, εφόσον δεν κατέστη
εφικτή η εύρεση χώρου προς την επιφάνεια.
Σχετικά
με τα πλουτωνικά σώματα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η γεωμετρία τους απαιτεί
χώρο τόσο για την εκκίνησή τους όσο και για την απόθεσή τους, χωρίς όμως αυτό
να σημαίνει ότι δεν καταλαμβάνουν προϋπάρχοντα κενά μεταξύ των πετρωμάτων. Χώρος
δημιουργείται μέσω μηχανισμών κατάλληλων για μη-στηλοειδείς εισχωρήσεις όπως
αναλύονται πιο κάτω.
Γενικά, πρέπει να παρατήσουμε ότι τα πεδία τάσεων, η
μηχανική των διαρρήξεων και η παραμόρφωση των πετρωμάτων είναι θεμελιώδεις συντελέστες
για την εναπόθεση μάγματός, ανεξάρτητα από τον τύπο εισχώρησης. Ακόμη η
παρουσία ρηγμάτων, στρωμάτων και άλλων ζωνών αδυναμίας καθορίζει όχι μόνο τον
τύπο του χώρου που θα δημιουργηθεί αλλά και τη γεωμετρία της εισχώρησης.
Επιπλέον ο ρόλος των πτητικών είναι κρίσιμος για τη δημιουργία χώρου σε σχέση
με την αποσυμπίεση και την αύξηση της Τ.
Στηλοειδείς Εισχωρήσεις (Sheet Intrusions)
Στις στηλοειδείς (φλεβικές) εισχωρήσεις
περιλαμβάνονται: τα dikes ως κάθετες ή σχεδόν κάθετες, οι κοίτες (sills) ως οριζόντιες και οι κεκλιμένες
(inclined).
Οι εισχωρήσεις αυτές θεωρούνται εκτατικών διαρρήξεών.
Κατά την εναπόθεσή τους στην επιφάνεια σχηματίζουν
διαφορετικές ηφαιστειακές δομές από ροές διάχυτης λάβας έως εκρηκτικών
πυροκλαστικών.
Η απόσταση που μπορεί να διατρέξει το μάγμα από
την πηγή του, μέσω ενός dike, εξαρτάται: α) από το ρυθμό ψύχρανσης και από την
συνοδευόμενη αύξηση του ιξώδους με την μετάδοση και την μεταγωγής της
θερμότητας στα περιβάλλοντα πετρώματα και β) από τη ταχύτητα ροής του μάγματος.
Επομένως, κοντά στην πηγή του, το μάγμα διαθέτει την περισσότερη από τη θερμική
του ενέργεια και ρέει εύκολα, άλλα κατά την διαδρομή ένα αυξανόμενο συνεχώς
ποσό θερμότητας χάνεται λόγω της διαβατικής ροής με αποτέλεσμα την αύξηση του ιξώδους
και την επιβράδυνση της ροής.
Dike είναι κάθετη φλεβική εισχώρηση
κατά την άνοδό του “κόβει” ασύμφωνα (σχεδόν κάθετα) επίπεδες δομές συνήθως μέσα
σε ογκώδες ισότροπο πέτρωμα του οποίου ο λόγος διαστάσεων, (πλάτος/ύψος) είναι
πολύ μικρός της τάξης των 10-2 – 10-4.
Τα dikes ως δείκτες της δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των
μαγματικών τεκτονικών διεργασιών και των τάσεων του φλοιού, μπορούν να διαχωριστούν
σε δυο κατηγορίες:
Α) τα τροφοδοτικά (feeders dikes) συμπεριφέρονται ως ηφαιστειακοί
αγωγοί μεταφοράς μάγματος από τον σε βάθος μαγματικό θάλαμο στην επιφάνεια, όπου
διαχέεται ως λάβα ανάλογα με τον τύπο του ηφαιστείου. Ως μέρος του ηφαιστειακού
συστήματος απολήγουν ως στόμια (vents), ως επιμήκεις διαρρήξεις (fissure) ή ως κρατήρες.
Β) τα μη-τροφοδοτικά (non-feeders dikes) έχουν την ίδια αρχική
συμπεριφορά με τα τροφοδοτικά με την διαφορά ότι αυτά δεν φθάνουν στην επιφάνεια.
Τερματίζουν και κρυσταλλώνονται εντός του φλοιού έχοντας διατρέξει μέρος της απόστασης
προς την επιφάνεια έως το σημείο όπου η μαγματική Ρ είναι πλέον ανεπαρκής για
την συνέχιση της διαδρομής.
.
Η κοίτη (sill) είναι μια πινακοειδής
οριζόντια η σχεδόν οριζόντια εισχώρηση μάγματος, η οποία διατρέχει δια μέσου των
στρωματώσεων ή των φυλλώσεων των πετρωμάτων και συνήθως είναι σε συμφωνία με
αυτά. Από πλευράς σύνθεσης, τα dikes και οι κοίτες συσχετίζονται μεταξύ των καθώς κάτω
από ηφαίστεια ή κοντά στα όρια μεγάλων εισχωρήσεων εξογκώνουν το πέτρωμα στο
οποίο εισχωρούν. Εξάλλου ένα dike αν βρει αντίσταση κατά την κάθετο άνοδό του,
κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, εκτρέπεται οριζόντια και αναπτύσσεται σε κοίτη
η οποία με τη σειρά της ενδέχεται να αναπτυχθεί σε λακκόλιθο.
Η εισχώρησή υψηλής Τ μάγματος γίνεται η αιτία
για τη δημιουργία πετρωμάτων μεταμορφισμού επαφής.
Στηλοειδείς διακλάσεις(columnar joints)
Αμφότερα τα dikes και οι κοίτες μπορούν να
αναπτύξουν στηλοειδείς διακλάσεις ως αποτέλεσμα της συστολής και των
επακόλουθων διαρρήξεων στα ψυχόμενα πυριγενή πετρώματα. Η διαφορά έγκειται στον
προσανατολισμό των στηλών ανάλογα με την γεωμετρία των εισχωρήσεων και την
απώλεια της θερμότητας. Στα dikes οι στηλοειδείς διακλάσεις τείνουν να είναι
κάθετες καθώς οι ψυχόμενες επιφάνειες είναι παράλληλες με την κατεύθυνση του
dike, ενώ στις κοίτες είναι συνήθως οριζόντιες καθώς οι ψυχόμενες επιφάνειες
είναι πάνω και κάτω από την κοίτη.
Οι στηλοειδείς διακλάσεις σχηματίζονται καθώς το
ψυχόμενο μάγμα υφίσταται θερμική συστολή δημιουργεί εκτατικές τάσεις οι οποίες καταλήγουν
σε διαρρήξεις που επεκτείνονται για να απελευθερωθούν αυτές οι συσσωρευμένες τάσεις.
Αυτή η διεργασία καταλήγει σε μία διάταξη ελαχιστοποίησης της ενέργειας που
έχει ως αποτέλεσμα να αναπτύσσονται οι εξαγωνικές στήλες, αν και αλλά
πολυγωνικά σχήματα μπορούν να προκύψουν ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Τα
χαρακτηριστικά των διαστάσεων των στηλών και κυρίως το πλάτος προσδιορίζονται
από δυο παράγοντες, την χημική σύνθεση και τις επικρατούσες γεωλογικές συνθήκες
κατά την εναπόθεση. Πιο συγκεκριμένα:
1.Υπάρχει μια συνεχής μεταβολή στο πλάτος των στηλών,
από μεγάλες διαμέτρους στις φελσικές λάβες (φωνόλιθος – πχ Devil’s Tower, Wyoming), μεσαίων διαστάσεων στις
ενδιάμεσες συνθέσεις (ανδεσίτης), έως στενές στήλες στις μαφικές λάβες
(βασάλτης).
2. Η γεωλογική τοποθέτηση του
πυριγενούς σώματος είναι ακόμη πιο σημαντική στην επίδραση του πλάτους των
στηλών, καθώς καθορίζει τις συνθήκες των ορίων για την ψύξη και το πάχος του
υλικού που πρέπει να ψυχθεί. Ο ρυθμός ψύξης στην επιφάνεια μπορεί να
επιταχυνθεί από την άμεση επαφή με νερό ή πάγο, οδηγώντας έτσι στη δημιουργία
στενών, λεπτότερων στηλών.
Ομάδες dikes (Dike swarms) Απαρτίζονται από λίγα έως εκατοντάδες dikes τα οποία ενσωματώθηκαν
σχεδόν ταυτόχρονα κατά την διάρκεια ενός μόνο εισχωρητικού επεισοδίου. Αυτές οι
ομάδες μπορεί να είναι διαφορετικού προσανατολισμού, περίπου παράλληλες ή
ακτινωτές, όπως οι ακτίνες ποδηλάτου, ξεκινώντας από ένα κεντρικό σημείο. Απαντώνται
συχνά σε εκτατικά περιβάλλοντα όπως οι ηπειρωτικοί τάφροι και οι μεσοωκεάνιες
ράχες. Πάντως οι περισσότερες είναι βασαλτικής σύνθεσης και υποδηλώνουν άνοδο
τεράστιου όγκου μανδυακού μάγματος δια μέσου θρυμματισμένης λιθόσφαιρας.
Ομάδες κοιτών (sill swarms) αποτελούνται από ένα
δίκτυο πολλαπλών κοιτών πυριγενών εισχωρήσεων οι οποίες εναποθέτονται παράλληλα
με την στρωμάτωση των πετρωμάτων στα οποία εισχωρούν. Είναι αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων
μαγματικών εισχωρήσεων σε διάφορα μεγέθη, συνθέσεις και γεωμετρικές αναλογίες
που εξαρτώνται από το περιβάλλον πέτρωμα και τις μαγματικές πηγές.
Συσχετίζονται συχνά με εκτατικά τεκτονικά περιβάλλοντα όπως οι ρηξιγενείς ζώνες
αλλά επίσης και με συγκλίνοντα περιθώρια μαγματικής δραστηριότητας. Είναι σύνηθες χαρακτηριστικό των μεγάλων πυριγενών
επαρχιών (Large Igneous
Provinces-LIP.)
Απλιτικά dikes συναντώνται συνήθως
κοντά σε γρανιτικά σώματα, καθώς αντιπροσωπεύουν υπολείμματα πλούσια σε πτητικά
στοιχεία ή τήγματα που κρυσταλλώνονται στο τελικό στάδιο ψύξης ενός μαγματικού
συστήματος. Η σύνθεσή των έδειξε ότι αυτά τα λεπτόκοκκα, φανεριτικά και λευκοκρατικά
dikes,
αποτελούνται από φελσικά ορυκτά όπως χαλαζίας και αλκαλιούχοι άστριοι.
Προέρχονται από εναπομείναντα τήγματα χαμηλών Τ, τα οποία μετά από τη ψύξη τους
και την επακόλουθη συστολή δημιουργήσαν εκτεταμένες διαρρήξεις, κυρίως, σε
σώματα κρυσταλλικών μαγμάτων.
Σχηματισμός ακτινωτών (radial) dikes και κωνοειδών
στρωματώσεων (cone sheets)
Τα ακτινωτά dikes και
οι κωνοειδείς στρωματώσεις συσχετίζονται με μαγματικές δραστηριότητες όπου η
εναπόθεση μάγματος εισχωρεί στα περιβάλλοντα πετρώματα. Ο σχηματισμός τους
προβλέπει περίπλοκες διεργασίες ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με την Ρ του
μάγματος, τις ιδιότητες των ορυκτών και το περιβάλλον του γεωλογικού
καθεστώτος.΄
Τα
ακτινωτά dikes σχηματίζονται ως εισχωρήσεις από αποθέσεις μάγματος
στα πετρώματα δημιουργώντας διαρρήξεις, λόγω της υδραυλικής πίεσης, οι όποιες αναδύονται από ένα κεντρικό
σημείο, συνήθως από μαγματικό θάλαμο, και επεκτείνονται προς όλες τις
κατευθύνσεις. Σε τεκτονικά ουδέτερα ή ισότροπης τάσης πεδία η ανάπτυξής τους είναι
συμμετρική, όμως επηρεάζεται στην περίπτωση προϋπαρχόντων τάσεων στο πεδίο, αλλά
η ακτινωτή διάταξη διατηρείται.
Οι κωνοειδείς
στρωματώσεις είναι κεκλιμένες στηλοειδείς εισχωρήσεις, οι οποίες σχηματίζονται
σε κωνική διάταξη γύρω από μια πηγή μάγματος λόγω της μαγματικής Ρ. Καθώς το μάγμα
συσσωρεύεται στον θάλαμο η υπερπίεση που δημιουργείται ασκεί εκτατικές τάσεις
στα υπερκείμενα πετρώματα προκαλώντας την προς τα πάνω κύρτωσή τους με
αποτέλεσμα τον σχηματισμό ομόκεντρων διαρρήξεων με κατωφερική κλίση
και διεύθυνση προς τη μαγματική πηγή. Η αναθόλωση δημιουργείται στα περιβάλλοντα
πετρώματα σε συνδυασμό διατμητικών και εκτατικών τάσεων, οι οποίες προέρχονται
από τη γρήγορη διόγκωση του μάγματος. Συνήθως σχηματίζονται με μάγμα μέσου έως υψηλού
ιξώδους.
Δακτυλιοειδή (Ring) Dikes: Είναι κυρτές ή δακτυλιοειδείς εισχωρήσεις οι
οποίες σχηματίζονται καθώς το μάγμα ανέρχεται κατά μήκος κυκλικών ή ημικυκλικών
διαρρήξεων, οι οποίες σχηματίζονται, από εκτατικές τάσεις, κατά την διάρκεια κατάρρευσης
μαγματικού θαλάμου η αναθόλωσης υπο το βάρος των υπερκείμενων πετρωμάτων. Αυτό
συμβαίνει όταν το μάγμα αποσύρεται λόγω εκτονώσεων (αποσυμπίεση) μέσω dikes η σε τμηματικές πλευρικές
διαρροές, ώστε πλέον δεν είναι δυνατή η συγκράτηση της υπερκείμενης οροφής του
θαλάμου. δημιουργώντας ένα κοίλωμα την
καλδέρα (παρακάτω). Το δακτυλιοειδές
ρήγμα (ring fault) ή ρηγματώδης ζώνη (fracture zone), ακολουθεί, περίπου,
την περίμετρο του καταρρεύσαντος θαλάμου. Ακολούθως το μάγμα μπορεί να ανέλθει
μεταξύ της περιμέτρου της υποχωρήσαντος οροφής και των περιμετρικά άθικτων
πετρωμάτων σχηματίζοντας δακτυλιοειδή dikes.
Καλδέρες
- Κάθετες καταρρεύσεις
Οι καλδέρες (αναφέρθηκε παραπάνω
ο μηχανισμός σχηματισμού) είναι μεγάλες, λεκανοειδούς μορφής, κοιλότητες
που σχηματίζονται ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης ενός ηφαιστειακού οικοδομήματος
ή κυρίως ενός μαγματικού θαλάμου και συσχετίζονται με μεγάλες ηφαιστειακές
εκρήξεις με αποτέλεσμα την εξάντλησή του. Τα δακτυλιοειδή ρήγματα που
διαμορφώνονται λειτουργούν ως διάδρομοι ανόδου των μαγματικών εισχωρήσεων με
τον σχηματισμό δακτυλιοειδών dikes. Εισχωρήσεις μάγματος μετα την κατάρρευση
μπορούν να επαναφέρουν βυθισμένα τμήματα του δαπέδου της καλδέρας. Ακόμη μπορεί
να γεμίσει με ηφαιστειακές αποθέσεις, υλικά ιζημάτων και με νερό σχηματίζοντας
λίμνη. Το μέγεθός τους ποικίλει με διάμετρο από μερικά χιλιόμετρα έως και πάνω
από 100, όπως και το σχήμα τους, καθώς εξαρτάται από παράγοντες όπως: το
μέγεθος και σχήμα του υποκείμενου μαγματικού θαλάμου, τη χημική σύνθεση της λάβας
και από τον μηχανισμό κατάρρευσης.
Πλούτωνες ή
Πλουτωνικά σώματα (Plutons)
Τα πλουτωνικά σώματα
είναι πυριγενή και σχηματίζονται όταν το μάγμα εισχωρεί σε προϋπάρχοντα
πετρώματα και στερεοποιείται κάτω από την επιφάνεια. Μπορεί να προκαλέσει
μεταμόρφωση επαφής στα περιβάλλοντα πετρώματα λόγω της υψηλής θερμότητας της
εισχώρησης. Σχηματίζονται σε βάθη από κοντά στην επιφάνεια έως στα βαθιά
κρυσταλλικά στρώματα του μανδύα, παρουσιάζοντας ποικιλία σε μέγεθος, σχήμα και
σύνθεση, τα οποία εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά του μάγματος και των
περιβαλλόντων πετρωμάτων που εισχωρούν Ως πλουτωνικά σώματα θεωρούνται: οι
βαθόλιθοι (τεράστια ακανόνιστα σώματα που καλύπτουν έκταση μεγαλύτερη των 100
km²0, οι λακκόλιθοι, οι λοπόλιθοι, τα stocks (όπως οι βαθόλιθοι αλλά έκτασης
μικρότερης των 100 km²)..
ΛΑΚΚΟΛΙΘΟΙ – ΛΟΠΟΛΙΘΟΙ
Οι λακκόλιθοι είναι επιφανειακά, σύμφωνης
τοποθέτησης, εισδύοντα πυριγενή σώματα, που χαρακτηρίζονται από φακοειδούς ή
μανιταρόμορφης γεωμετρίας. Δημιουργούνται όταν το μάγμα εισχωρεί ανάμεσα σε
προϋπάρχοντα στρώματα πετρωμάτων, προκαλώντας την ανύψωση των υπερκείμενων
στρωμάτων σε δομή που μοιάζει με θόλο. Αρκετοί λακκόλιθοι σχηματίζονται από ένα
είδος μάγματος, μιας εισχώρησης, αλλά υπάρχουν και οι πολλαπλοί με αρκετές εισχωρήσεις
σε δενδριτική μορφή, οι οποίοι σχηματίζονται και αυτοί από το ίδιο μάγμα ή παρόμοιο.
Αποτελούνται συχνά από όξινα έως ενδιάμεσα μάγματα, όπως γρανίτης,
γρανοδιορίτης ή διορίτης, που διαθέτουν επαρκές ιξώδες για να αντισταθούν στη
πλευρική εξάπλωση και να προκαλέσουν ανύψωση των υπερκείμενων στρωμάτων. Ο
σχηματισμός τους επηρεάζεται από τις ιδιότητες του μάγματος (π.χ. ιξώδες,
όγκος, ρυθμός εναπόθεσης), τις μηχανικές ιδιότητες των πετρωμάτων υποδοχής και
τα περιφερειακά πεδία τάσεων.
Οι λοπόλιθοι είναι κι αυτοί μεγάλου μεγέθους
και σχηματίζονται με την προς τα κάτω κάμψη του κεντρικού τμήματος του δαπέδου
τους ενώ διατηρούν ένα οριζόντιο επίπεδο στο άνω όριο.
Για την εξέλιξη μιας κοίτης σε λακκόλιθο απαιτείται
η μαγματική Ρ να είναι αρκετά υψηλή ώστε να κάμψει τα υπερκείμενα στρώματα έτσι
ώστε να ανυψωθούν στο κέντρο με τα κοίλα προς τα πάνω. Όσο μεγαλύτερες είναι οι
πλευρικές διαστάσεις της κοίτης σε σχέση με το βάθος της από την επιφάνεια του
εδάφους, τότε για δεδομένες μηχανικές ιδιότητες των περιβαλλόντων πετρωμάτων,
τόσο ευκολότερη γίνεται η εκτροπή της κοίτης σε λακκόλιθο.
Η προς τα πάνω κάμψη του περιβάλλοντος πετρώματος
είναι ουσιαστικά ο κύριος μηχανισμός χώρου για τον λακκόλιθο. Το κρίσιμο πάχος ακαμψίας εξαρτάται από τον αριθμό των στρωμάτων
τα οποία απαρτίζουν την κάμψη του φλοιού και από την καμπτική ολίσθησή τους (flexural slip), δηλαδή την ρωγμάτωση
σε κυρτωμένο στρώμα. Καθώς κατά την διάρκεια της ανάπτυξης του λακκόλιθου η
οροφή διαρρηγνύεται, μέρος της παραμόρφωσής της μπορεί να αποδοθεί ως ελαστική
κάμψη και μέρος της ως πλαστική, οπότε η κατάλληλη περιγραφή για τον περιβάλλοντα
τον λακκόλιθο πέτρωμα είναι η ελαστικο-πλαστική παραμόρφωση.
(Η καμπτική ολίσθηση
(flexural-slip):
περιγράφει την μετατόπιση των στρωμάτων,
το ένα σε σχέση με το άλλο, κατά τη διεργασία της κάμψης. Η έκταση της
ολίσθησης επηρεάζει το κρίσιμο πάχος ακαμψίας, καθώς αυξάνει την ικανότητα του φλοιού να απορροφά
παραμόρφωση. Όσο περισσότερα στρώματα συμμετέχουν στην ολίσθηση, τόσο μικρότερη
μπορεί να είναι η συνολική ακαμψία, εφόσον η ενδοστρωματική παραμόρφωση μειώνει
την αντίσταση στην κάμψη).
Άλλες ιδιότητες του μάγματος οι οποίες επηρεάζουν
τον σχηματισμό λακκόλιθου είναι:
-το υψηλό ιξώδες που αντιστέκεται στη ροή
προάγοντας τον σχηματισμό,
-ο μεγάλος όγκος του μάγματος ασκεί
μεγαλύτερη πίεση στο υπερκείμενο πέτρωμα, αυξάνοντας πάλι την πιθανότητα
σχηματισμού καθώς και
-μάγμα με πυκνότητα περίπου ίση με αυτή των
περιβαλλόντων πετρωμάτων μπορεί να παγιδευτεί, σχηματίζοντας λακκόλιθο αντί να
συνεχίσει την άνοδό του.
ΒΑΘΟΛΙΘΟΙ
Οι βαθόλιθοι είναι τεράστια ακανόνιστου σχήματος
πλουτωνικά σώματα τα οποία σχηματίζονται στο φλοιό. Η εναπόθεσής τους έχει
σημαντική επίπτωση στον περιβάλλοντα χώρο λόγω του μεγέθους τους και των θερμικών
- μηχανικών επιδράσεων. Συνήθως είναι ενοποιημένα απομεινάρια από μαγματικούς
θαλάμους και έχουν αναπτύξει μεγάλους κρυστάλλους λόγω της αργής ψύχρανσής τους.
Η καμπτική αντίσταση (flexural rigidity) του
φλοιού καθορίζει την ανταπόκρισή του στην εναπόθεση του βαθόλιθου: Μεγάλη αντίσταση
συνεπάγεται ομαλή πλαστική κάμψη, ενώ στην μικρή ο φλοιός παρουσιάζει τοπικές παραμορφώσεις
πέρα από το όριο πλαστικότητας καταλήγοντας σε αστοχία.
Κατά την εναπόθεση ο
στρωματοποιημένος φλοιός πάνω από τον βαθόλιθο μπορεί να παρουσιάσει καμπτική
ολίσθηση, κατά την οποία τα επιμέρους στρώματα ολισθαίνουν το ένα σε σχέση με
το άλλο καθώς το μάγμα εισχωρεί. Αυτή η ολίσθηση επιτρέπει την αναθόλωση των
υπερκείμενων στρωμάτων, μειώνοντας την ανάγκη για εκτεταμένη ρηγμάτωση. Η
έκταση της ολίσθησης εξαρτάται από το πάχος και τη συνοχή του στρωματοποιημένου
φλοιού και την παρουσία ζωνών αδυναμίας μεταξύ των στρωμάτων, όπως ιζηματογενών
ή σχιστοφυών μεταμορφωμένων πετρωμάτων.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα
πλουτωνικά σώματα είναι συχνά τα κατάλοιπα μεγάλων μαγματικών θαλάμων που τροφοδοτούσαν ηφαιστειακή
δραστηριότητα για παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Το χημικό αποτύπωμα εντός των βαθόλιθων
και των λακκόλιθων αντικατοπτρίζει διεργασίες όπως η κλασματική κρυστάλλωση,
που λαμβάνουν χώρα στους μαγματικούς θαλάμους. Ο Βαθόλιθος της Σιέρα Νεβάδα
πιθανότατα αποτέλεσε την πηγή μαγμάτων που εκχύθηκαν στην επιφάνεια κατά το
Μεσοζωικό.
Οι λακκόλιθοι ως μικρότερων διαστάσεων
λειτουργούν συχνά ως ρηχά μαγματικά αποθέματα, τροφοδοτώντας μικρές
ηφαιστειακές εκρήξεις ή dikes.
Οι λοπόλιθοι δεν
συμμετέχουν άμεσά σε ηφαιστειακή δραστηριότητα αλλά μπορούν να λειτουργήσουν ως
μαγματικά αποθέματα.
Μηχανισμοί για τις
αποθετικές μετακινήσεις πλουτωνικών σωμάτων
Αυτές οι μηχανικές διεργασίες συντελούν στην
αλληλεπίδραση των πλουτωνικών σωμάτων με τα περιβάλλοντα πετρώματα για την
εύρεση και κατάληψη χώρου και είναι σύμφωνες με την εναπόθεση μάγματος από -
μη-στηλοειδείς εισχωρήσεις. Σημειώνεται ότι οι παρακάτω περιγραφόμενοι
μηχανισμοί λειτουργούν και συνδυαστικά.
1.
Μέτωπα γόμωσης - Ενσωμάτωση (stoping):
Προέρχεται από τον όρο stopes που περιγράφει
ανασκαφές με τη δημιουργία κοιλοτήτων (μέτωπα) για την εξόρυξη μεταλλεύματος με
την προϋπόθεση ότι τα πετρώματα οροφής είναι αρκετά δυνατά ή υποστυλώνονται
ώστε να μην καταρρεύσουν.
Πρόκειται για περικύκλωση από μάγμα εύθραυστων
πετρωμάτων. Οι υπάρχουσες ζώνες αδυναμίας (όπως ρωγμές ή παλαιές διατμήσεις)
είναι κρίσιμες για την έναρξη του stoping. Το περιβάλλον πέτρωμα πρέπει να
βρίσκεται σε καθεστώς χαμηλών πιέσεων ή υψηλών θερμοκρασιών, ώστε η
ευθραυστότητά του να επιτρέπει την αποκόλληση θραυσμάτων του πετρώματος από την
οροφή ή από τα περιβάλλοντα τοιχία, τα οποία βυθίζονται εντός του μάγματος
επιτρέποντάς το να κινηθεί ανοδικά ή οριζόντια. Χαρακτηριστική αυτής της διεργασίας
είναι η συχνή παρουσία ξενόλιθων εντός των πλουτωνικών σωμάτων.
Η διεργασία αυτή (stoping) περιορίζεται στον
ανώτερο φλοιό και είναι μικρής κλίμακας σε σχέση με τους άλλους μηχανισμούς
(π.χ., διόγκωση ή λατυποποίηση). Σε μεγαλύτερα βάθη τα πετρώματα είναι πολύ
όλκιμα ώστε να διαρραγούν. Η έλλειψη όλκιμης παραμόρφωσης αποτελεί ένα
κατάλληλο περιβάλλον για την δημιουργία μετώπων γόμωσης.
Το πεδίο τάσεων είναι ο βασικός παράγων για το
πως ένα σώμα εισχώρησης θα συμπεριφερθεί εντός του φλοιού. Δηλαδή, εξαρτάται
από την αντοχή των διαφόρων τύπων πετρωμάτων, καθώς και από τις τάσεις της
διάτμησης του εφελκυσμού και της συμπίεσης, οι οποίες ποικίλουν εντός του
μανδύα. Το stoping στα πετρώματα μπορεί να εξηγηθεί ως η συνέπεια της θερμικής επίδρασης
όπου θερμαινόμενα πτητικά διαστέλλονται μέσα στις ρωγμές και εξωθούν τεμάχη στο
μάγμα όπου και ενσωματώνονται σ’ αυτό. Η «ενσωμάτωση» (stoping) αποτελεί παράδειγμα παθητικής
εναπόθεσης μάγματος, διότι οι εισχωρήσεις πετρωμάτων έχουν ισότροπο υφή η οποία
συνεπάγεται την επικράτηση της κρυσταλλοποίησης έναντι της παραμόρφωσης όπως
επίσης και τα περιβάλλοντα πετρώματα υφίστανται μικρή παραμόρφωση.
2.Λατυποποίηση
(Brecciation):
Η λατυποποίηση συνεπάγεται διαστολή πτητικών
ρευστών σε γενικά χαμηλές Ρ με τη δημιουργία λατυποπαγών αγωγών ή βυσμάτων (breccia pipes or plugs) που εισχωρούν στον
εύθραυστο ανώτερο μανδύα και χαρακτηρίζονται ως στενές, σχεδόν κάθετες στήλες,
σε σχήμα χοάνης με ελλειπτική ή κυκλική διατομή διαμέτρου, συνήθως, < 1χλμ.
Ο χαρακτηρισμός είναι εύστοχος καθώς περιέχουν μεγάλο ποσοστό ξενόλιθων, ουσιαστικά
πρόκειται για εισχώρηση ξενόλιθων. Αυτή είναι και η βασική διαφορά από τα dikes η οποία προκύπτει από
την απουσία, στους αγωγούς, παραμόρφωσης πετρωμάτων και ακόμη η ορυκτολογική
σύνθεσή των δεικνύει την ύπαρξη υπερκορεσμένων ρευστών στο μάγμα και αφθονία
ξενόλιθων από τα τοιχώματα των πετρωμάτων. Σε μερικούς λατυποπαγείς αγωγούς τα
θραύσματα από περιβάλλοντα τοιχία υψηλών, στρωματογραφικά, επίπεδων
συγκεντρώνονται γύρω από την εσωτερική περιφέρεια του αγωγού ενώ στο μέσον
επικρατούν θραύσματα από μεγαλύτερα βάθη.
Διατρήματα (diatremes):
Είναι αγωγοί λατύπων σε σχήμα χοάνης τα οποία
αποτίθενται σε χαμηλές Τ και περιέχουν σε μεγάλη συγκέντρωση μανδυακά ή/και
φλοιού θραύσματα. Δημιουργούνται από υδροθερμικές εκρήξεις και συνήθως
καλύπτονται από ένα ρηχό πιατοειδή κρατήρα έκρηξης που ονομάζεται maar και ο οποίος περιβάλλεται
από πυροκλαστικό δακτύλιο. Αρκετά διατρήματα προέρχονται από αλκαλικά, μαφικά
έως υπερμαφικά κιμπερλιτικά μάγματα, τα οποία είναι πολύ μεγάλης
περιεκτικότητας σε H2O και CO2 και συνεπώς είναι υπερκορεσμένα σε CO2 σε υποφλοιώδη βάθη.
Οι ηφαιστειοκλαστικές αποθέσεις που
σχηματίζονται στα διατρήματα κατά την διάρκεια της έκρηξης, περιλαμβάνουν
αποθέσεις που διακρίνονται σε στρωματοποιημένες, μη- στρωματοποιημένες καθώς
και αποθέσεις στη ζώνη της ρίζας. Οπού συναντώνται μαζί οι στρωματοποιημένες
και μη, οι πρώτες υπέρκεινται των δεύτερων και έχουν ονομαστεί αντίστοιχα σε
ανώτερου και κατώτερου διατρήματος αποθέσεις.
Στο ανώτερο διάτρημα οι αποθέσεις είναι πυροκλαστικές στρωματοποιημένες
και έχουν σχηματιστεί μέσα στον συν-εκρηξιακό ανοικτό κρατήρα, δηλαδή
κατά την διάρκεια της έκρηξης.
Στο κατώτερο
διάτρημα οι αποθέσεις σχηματίζονται με υπεδάφιες διεργασίες χωρίς
διαστρωμάτωση και το ηφαιστειοκλαστικό υλικό συχνά περιγράφεται ως ομογενές ή
καλά αναμειγμένο.
Στη ζώνη
της ρίζας (dike – κατώτερο διάτρημα), όπου η σωληνοειδής δομή του
διατρήματος στενεύει και τερματίζεις σε dike ή σε μέρος αυτού, αποτελεί
τη ζώνη μετάβασης του dike με το διάτρημα και συνίσταται από συμπαγή πυριγενή
πετρώματα.
3.
Αναθόλωση (doming): Αποτελεί σαφή ένδειξη χαρακτηριστικής διεργασίας που προκαλείται
από υπερσυμπιεσμένο μάγμα, προκαλώντας ρηγματώδεις διαρρήξεις στον φλοιό οι
οποίες εξαρτώνται από το πάχος του στρώματος και την πίεση του μάγματος και
διαχέεται ως ρηχές μαγματικές εισχωρήσεις.
Είναι απολυτά βέβαιο ότι η αναθόλωση λαμβάνει χώρα πάνω από λακκόλιθο,
ο οποίος αποτελεί εισχώρηση με λεπτή επίπεδη βάση (πάτωμα) με θολοειδή την άνω
επιφάνεια του και αναπόφευκτα, βρίσκεται σε συμφωνία με στρωματώδη πετρώματα ομοιόμορφης, σχετικά, αντοχής μέσα στα οποία εισχωρεί το μάγμα.
4. Διόγκωση (ballooning): Η διόγκωση είναι αποτέλεσμα της ακτινωτής
παραμόρφωσης του περιβάλλοντος πετρώματος από πλουτωνικά σώματα ακανόνιστων διαστάσεων
και τα οποία ξεχωρίζουν από τα παρακείμενα από συνδυασμό κριτήριων όπως ηλικία,
σύνθεση, ιστό, υφή. Η διεργασία σχετίζεται με τη συνεχή τροφοδοσία μάγματος δημιουργώντας
τον απαιτούμενο χώρο ώστε να δεχτεί μεγαλύτερο
όγκο πλουτωνικών σωμάτων. Αποτελεί τη χαρακτηριστική διεργασία για την
εναπόθεση βαθόλιθου ως ένα σύνθετο τεράστιο πλουτωνικό σώμα που σχηματίζεται μέσω
διαδοχικών διεργασιών προσθήκης μάγματος και αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον
πέτρωμα.
Χαρακτηριστικά φελσικών πλουτωνικών
σωμάτων τα οποία υποδεικνύουν διόγκωση:
1. Σχεδόν κυκλικά έως
ελλειπτικά σχήματα σε κάτοψη.
2. Περίπου ομόκεντρες
μαγματικές φυλλώσεις εντός του πλουτωνικά σώματα οι οποίες είναι σε συμφωνία με
τις φυλλώσεις των περιβαλλόντων πετρωμάτων.
3. Η παραμόρφωση βαίνει
αυξανόμενη προς τα περιβάλλοντα τοιχία πετρωμάτων του πλουτωνίτη, τα οποία
ισοπεδώνονται κατακόρυφα έχοντας παράλληλες γνευσιακές γραμμώσεις ως προς την
επαφή.
4. Ομόκεντρη ανάπτυξη ζωνών
μεταμορφωμένων ορυκτών, καθώς μεταμόρφωση επαφής συνοδεύει τις πλουτωνικές
μαγματικές αποθέσεις.
Η διόγκωση θεωρείται ως η
δυναμική εναπόθεση του μάγματος με έντονες παραμορφωτικές επιδράσεις στα
πετρώματα που εισχωρεί Εξαιτίας της ενδογενούς υψηλής Τ των όλκιμων πετρωμάτων
του βαθόλιθου σε σχέση με εκείνη του ανώτερου φλοιού, παρατηρείται σημαντικός αριθμός χημικών
αντιδράσεων μεταξύ πετρώματος και μάγματος δημιουργώντας ζώνες περιθωρίων
πολυσύνθετης σύστασης.
Διάπειρα (diapirs)
Τα διάπειρα (diapirs) και οι μανδυακοί πίδακες (plumes) είναι γεωλογικές δομές όπου
διακινούνται ανοδικά λόγω πλευστότητας. Αυτή η διεργασία προκύπτει όταν τα υλικά
που δημιουργούν την πλευστότητα υπερβαίνουν το όριο αντοχής της υπερφόρτισης
και παράλληλα συνοδεύονται από διατμητικές διαρρήξεις ώστε να διευκολύνεται η ανοδική
κίνηση.
Κάθε στρώμα μικρότερης πυκνότητας που υπέρκειται
από υλικό μεγαλύτερης πυκνότητας είναι βαρυτικά ασταθές. Το επάνω όριο του
ασταθούς στρώματος με την μικρότερη πυκνότητα (μπλε περιοχή στο σχήμα)
αναπτύσσει ημιτονοειδείς προεξοχές γνωστές ως αστάθειες (instabilities) Rayleigh-Taylor. Οι αστάθειες αυτές εξελίσσονται έως ότου οι
πυκνότητες αναστραφούν και το σύστημα σταθεροποιηθεί. Καθώς τα εξογκώματα
επιμηκύνονται, τα μικρότερα εξαφανίζονται, ενώ τα μεγαλύτερα αναπτύσσονται και
αποκόπτονται από το ημιτονοειδές στρώμα, σχηματίζοντας διάπυρα τα οποία
συνεχίζουν την πλεύση τους προς την επιφάνεια. Το μήκος κύματος των προεξοχών, στο
χαμηλής πυκνότητας στρώμα, εξαρτάται από τo πάχος του και το ιξώδες
καθορίζοντας την αντίσταση της πυκνότητας με το υπερκείμενο πυκνότερο στρώμα
και επομένως η διαμόρφωση των διάπυρων στηρίζεται σ’ αυτές τις παραμέτρους.
Η ταχύτητα ανόδου και η διάρκεια ζωής ενός
διάπειρου είναι σύνθετες συναρτήσεις πολλών παραμέτρων μεταξύ των οποίων το
μέγεθος και το σχήμα. Ένα μαγματικό διάπειρο που ανέρχεται μέσω όλκιμου φλοιού,
πρέπει η αναλογία όγκου ως προς την έκταση της επιφάνειάς του να είναι μεγάλη,
ώστε η δύναμη της πλευστότητας (συνάρτηση του όγκου του) να είναι η μεγαλύτερη
δυνατόν και η δύναμη αντίστασης (συνάρτηση της έκτασης της επιφάνειας επαφής)
να είναι η μικρότερη δυνατόν, επομένως το ιδανικό σχήμα ενός διάπειρου είναι η
σφαίρα, το οποίο φαίνεται να είναι το πλέον θερμικά ανασχετικό για την απώλεια
θερμότητας
Όση περισσότερη θερμότητα μεταφερθεί από το
μάγμα στο περιθώριο τον στρώματος τόσο μπορεί να μειώσει την όλκιμη αντοχή,
επιτρέποντας στα διάπειρα να διαπεράσουν τα πετρώματα με μεγαλύτερη ευκολία.
Δεδομένου ότι η διαθέσιμη ποσότητα θερμότητας είναι συγκεκριμένη τα μικρά σε
όγκο διάπειρα και εκείνα με τη μεγαλύτερη έκταση επιφάνειας αναμένεται να
απωλέσουν την πλευστότητά τους νωρίτερα από τα σφαιροειδή. Ακόμη και μεγάλα
διάπειρα μπορούν να απωλέσουν πλευστότητα στο επίπεδο του φλοιού όπου η όλκιμη
αντοχή αυξάνεται εκθετικά. Συνεπώς λόγω της μεταφοράς της Τ στα περιβάλλοντα
πετρώματα, ένα ανερχόμενα διάπειρο υψηλής Τ, μαλακώνει το πέτρωμα μέσα από το
οποίο διέρχεται. Επομένως τα διάπειρα μπορούν να ανέλθουν εξαιρετικά γρήγορα
και σε μεγάλη απόσταση σ’ αυτή τη θερμική διαταραχή.
Τα διάπειρα εκτός της
συμμετοχής τους στην ηφαιστειακή δραστηριότητα, συνήθως συνδέονται με τον
σχηματισμό δομών αλατούχων πετρωμάτων τα οποία ονομάζονται δομοί άλατος
(salt domes). Σχηματίζονται από υλικό χαμηλής πυκνότητας και όλκιμο, αποτελούμενο
από εβαπορίτες όπως αλίτης και γύψος, το οποίο εισχωρεί σε υπερκείμενα ιζηματογενή
στρώματα σχηματίζοντας μεγάλες θολωτές δομές. Τα άλατα των δομών είναι χαρακτηριστικά
για την καθαρότητά τους καθώς οι πήγες τους έχουν δημιουργηθεί σε αρχαίες εβαποριτικές
λεκάνες. Οι διαστάσεις των θόλων μπορεί να είναι και αρκετών χιλιομέτρων, εξαρτώμενες
από το περιβάλλον γεωλογικό υπόβαθρο. Κατά την άνοδό τους στην επιφάνεια μπορούν
να διαλύσουν κατάλληλα πετρώματα τα οποία μπορούν να ιζηματοποιηθούν στην κορυφή
του θόλου, δημιουργώντας έτσι ένα πετρώδες κάλυμμα σύστασης ανυδρίτη, γύψου ‘η
ασβεστόλιθου.
Μανδυακοί
πίδακες (plumes)
Οι μανδυακοί πίδακες (mantle plumes) είναι
θερμικές ανωμαλίες στον μανδύα της Γης, όπου θερμό υλικό ανέρχεται από τα
κατώτερα στρώματα του μανδύα προς την επιφάνεια. Οι πίδακες αυτοί συχνά
συνδέονται με την δημιουργία ηφαιστείων, τόσο εντός τεκτονικών πλακών όσο και
στα περιθώριά τους και έχουν σημαντική γεωδυναμική σημασία.
Θεωρείται ότι προέρχονται από το όριο
πυρήνα-μανδύα σχηματιζόμενοι λόγω θερμικών ανομοιογενειών στον κατώτερο μανδύα και
το θερμό υλικό ανέρχεται λόγω της μειωμένης πυκνότητάς του, σχηματίζοντας έναν
κυλινδρικό πίδακα. Θεωρείται ακόμη ότι οι μεταβολές στις ιδιότητες του μανδύα
(π.χ. χημεία, πυκνότητα) συμβάλλουν στην ανύψωση των πιδάκων. Στην κορυφή του πίδακα
σχηματίζεται μια διαπλατυσμένη δομή πλούσια σε μάγμα, η οποία συμβάλλει στην
αρχική ηφαιστειακή δραστηριότητα. Το στέλεχος του πίδακα είναι ο κύριος αγωγός ανόδου
του θερμού υλικού από τον μανδύα. Οι μανδυακοί πίδακες συχνά μεταφέρουν μάγμα
εμπλουτισμένο σε πτητικά συστατικά και σπάνιες γαίες και έχουν την δυνατότητα να παραμένουν
ενεργοί για εκατομμύρια χρόνια, τροφοδοτώντας συνεχώς με μικρής πυκνότητας
μάγμα την ηφαιστειακή δραστηριότητα με την δημιουργία νέου ωκεάνιου φλοιού και την
ανακύκλωση του μανδυακού υλικού.
Οι μανδυακοί πίδακες είναι υπεύθυνοι για την
δημιουργία Θερμών Κηλίδων (hotspots).όπως τα ηφαιστειακά
συμπλέγματα της Χαβάης, του Yellowstone και των Νήσων Γκαλαπάγκος αλλά και εκτεταμένη
ηφαιστειακή δραστηριότητα, όπως οι αναδομημένες Μεγάλες Πυριγενείς Επαρχίες
(Large Igneous Provinces LIP) των τελευταίων 200Ma (Deccan Ινδία).
τα Μεγάλα Ηφαιστειακά Οροπέδια
(π.χ. LIP Deccan στην Ινδία), (ανάρτηση: Μεγάλες Πυριγενείς Επαρχίες – Tuzo & Jason
– Θερμές Κηλίδες).
Οι μανδυακοί πίδακες και οι βασαλτικές ροές
(flood basalts) είναι στενά συνδεδεμένα γεωλογικά φαινόμενα, καθώς οι
πίδακες συχνά θεωρούνται ο κύριος μηχανισμός πίσω από την εμφάνιση εκτεταμένων
βασαλτικών ροών στην επιφάνεια. Ο βασικός μηχανισμός είναι η αποσυμπιεστική τήξη (decompression
melting) η οποία προκαλεί και παράγει μεγάλες ποσότητες μάγματος καθώς η
κεφαλή του πίδακα πλησιάζει τη λιθόσφαιρα. Το συσσωρευμένο μάγμα μπορεί να προκαλέσει
εκτεταμένες ηφαιστειακές εκχύσεις που δημιουργούν βασαλτικές ροές, οι οποίες
χαρακτηρίζονται από την έκχυση μεγάλων όγκων μάγματος στην επιφάνεια, σε
σχετικά σύντομα γεωλογικά διαστήματα. Έτσι αναπτύσσονται επίπεδες βασαλτικές
εκτάσεις (LIPs), που μπορεί να καλύπτουν εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Να
σημειωθεί ότι η σύσταση αυτού του βασαλτικού μάγματος είναι θολεϊιτική,
(πλούσια; σε Fe και Mg αλλά φτωχή σε πυρίτιο).
ΕΞΩΘΗΣΕΙΣ (EXTRUSIONS) ΜΑΓΜΑΤΟΣ
Οι μηχανισμοί εξώθησης (extrusions) του μάγματος
αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία γεωλογικών φαινομένων που σχετίζονται με την
κίνηση του μάγματος και την εκροή του προς την επιφάνεια της Γης υπό
διαφορετικές συνθήκες. Αυτές οι διεργασίες επηρεάζονται από διάφορους
παράγοντες, όπως η σύσταση του μάγματος, η πίεση, η θερμοκρασία, η ρεολογία και
η γεωμετρία των δομών μέσω των οποίων κινείται.
Δυο είναι οι θεμελιώδεις ιδιότητες του μάγματος
για τις διεργασίες και τα προϊόντα των εξωθήσεων:
α) Η διάλυση της συγκέντρωσης των πτητικών
τα οποία ελέγχουν τη φυσαλιδοποίηση και την πιθανότητα εκρηκτικής
δραστηριότητας και
β) η ρεολογία του μάγματος, η οποία
εκφράζεται με το Νευτώνειο ή μη ιξώδες και εξαρτάται από την συγκέντρωση
πυριτίου, την Τ, τον βαθμό στρεβλωτικής παραμόρφωσης (strain rate) και την κρυσταλλικότητα (η
αναλογία του κρυσταλλικού υλικού σε σχέση με το άμορφο/υαλώδες τμήμα πετρώματος).
Για την εξώθηση από τον βαθύ φλοιό ή από τον
ανώτερο μανδύα θα πρέπει, αφενός να υπάρχει άνοιγμα στην επιφάνεια και αφετέρου
ένας μηχανισμός που θα αναπτύξει υπερπίεση στο υπεδάφιο μαγματικό σώμα,
επιτρέποντας την εκτόνωσή του, προωθώντας το μάγμα μέσω αυτού του ανοίγματος.
-Ανεξάρτητα από την απόμειξη
και την διαστολή των πτητικών, μια θαμμένη μάζα μάγματος μπορεί να έχει την
ικανότητα να ανυψωθεί και ακόμη να διαρρήξει τα υπερκείμενα πετρώματα εξαιτίας
της πλευστότητάς της. Έτσι σε εφελκυστικά τεκτονικά καθεστώτα σώματα βασαλτικού
μάγματος, άνω μανδύα ή/και κάτω φλοιού, μπορούν να εισβάλλουν σε σχεδόν κάθετες
διαρρήξεις, που τα ίδια δημιουργήσαν, ώστε να ανέλθουν και να εξωθηθούν στην
επιφάνεια.
-Μετά την άνοδο του
μάγματος από τη πηγή του, λόγω πλεύσης διαμέσου dikes και διάπειρων,
αποθηκεύεται για κάποιο χρόνο σε ρηχούς θαλάμους του φλοιού και μπορεί στη
συνέχεια να εκραγεί εφόσον η ρευστή πίεση των πτητικών ή η δύναμη πλεύσης
υπερβεί την ελαστική αντοχή του υπερκείμενου πετρώματος, προκαλώντας διάρρηξη
στην οροφή του, αφήνοντας έτσι μείγμα αερίων και μάγματος να εκραγεί. Αυτό
μπορεί να γίνει με τους παρακάτω μηχανισμούς εξώθησης μάγματος:
1. Κρυστάλλωση και
κορεσμός πτητικών: Καθώς ένα στάσιμο μαγματικό σώμα ψύχεται και
κρυσταλλώνει άστριους και πυρόξενους κλπ., το εναπομένον τήγμα γίνεται
κορεσμένο σε πτητικά. Η επακόλουθη ρευστή πίεση των πτητικών ή η πλευστότητα
του αφρώδους (με φυσαλίδες) μάγματος οδηγεί σε έκρηξη.
2. Αποσυμπίεση και
διαστολή πτητικών: Το μάγμα μπορεί να ανέλθει σε ακόμη πιο ρηχά
επίπεδα του φλοιού με αποτέλεσμα, σε καθεστώς αποσυμπίεσης, μεγαλύτερη ποσότητα
πτητικών να διαλυθεί και να διασταλεί. Η απόμειξη και η ανάπτυξη φυσαλίδων
καθυστερεί την γρήγορη άνοδο στο ιξώδες μάγμα ούτως ώστε τελικά η πίεση που
απελευθερώνεται είναι μεγαλύτερη και η έκρηξη πιο βίαιη.
3. Μαφικό μάγμα και
μεταφορά θερμότητας: Μαφικό μάγμα μπορεί να
εισχωρήσει στη βάση ενός μαγματικού θαλάμου ψυχρότερου, λιγότερο πυκνού και
περισσότερο πυριτικού (Sparks and Sigurdsson, 1977). Η μεταφορά της θερμότητας
στο πυριτικό μάγμα του παραπάνω θαλάμου μπορεί να προκαλέσει επιπρόσθετη πλευστότητα
με εκρηκτικό αποτέλεσμα. Αλλά πιο σημαντικό θεωρείται ότι η ψύξη και η
κρυσταλλοποίηση μαφικού μάγματος προκαλεί κορεσμό και απόμειξη των πτητικών, τα
οποία ερχόμενα σε επαφή με το υπερκείμενο πυριτικό μάγμα το καθιστούν
υπερκορεσμένο και αυξάνουν την πίεση των πτητικών και την πλευστότητα του
μάγματος.
4.Εξωτερικές πήγες
νερού: Νερά εδάφους, λιμνών ή ωκεανών καθώς έρχονται σε επαφή με θαμμένο
μάγμα, απορροφούν θερμότητα διαστέλλονται εκρηκτικά παρασύροντας το ρηχό κάλυμμα
του μαγματικού σώματος.
Το μάγμα εξέρχεται είτε από το κεντρικό στόμιο (vent) του περίπου κάθετου κυλινδρικού ηφαιστειακού αγωγού τροφοδοσίας,
σχηματίζοντας ως επί το πλείστον κωνοειδή ηφαίστεια, είτε από μια επιμήκη διάρρηξη (fissure) στον φλοιό,
τα οποία είναι συνήθως βασαλτικής σύνθεσης όπου το υπεδάφιο τροφοδικό είναι ένα
περίπου κατακόρυφο dike.
Και οι δύο παραπάνω τύποι εξώθησης μπορούν να εμφανιστούν
ή ως εκρηκτικές (explosive) ή ως διαχυτικές
(effusive) καθώς εξαρτάται από το εάν το μάγμα, που βρίσκεται
κοντά στην επιφάνεια, παραμένει συνεχές ή διασπάται σε ξεχωριστά σώματα. Αυτές
οι διαφορές στη δυναμική των εξωθούμενων μαγμάτων συνδέονται με τη
φυσαλιδοποίηση η οποία εξαρτάται από τη συγκέντρωση των πτητικών στη ροή του
μάγματος και αν το μάγμα έρχεται ή όχι σε επαφή με εξωγενές νερό. Στα εκρηκτικά
μάγματα, νεοσχηματιζόμενα σωματίδια τήγματος και κρυστάλλων μαζί με τυχαία
πετρώματα (ξενόλιθοι) και απλά κρυσταλλικά θραύσματα (ξενοκρύσταλλοι) εκτινάσσονται
από τον ηφαιστειακό πόρο, διασκορπίζονται και αποτίθενται στην επιφάνεια ως πυροκλαστικά.
Αυτά περιλαμβάνουν τέφρα ή τρίμματα τα οποία συσσωρεύονται στο
έδαφος ή στον πυθμένα ωκεανών ή λιμνών.
Αντίθετα μη θραυστοποιημένα αλλά κυρίως φυσαλώδη
μάγματα εκχύνονται διαχυτικά από ηφαιστειακούς πόρους ή από επιμήκεις
διαρρήξεις ως συμπαγείς υπερχειλίσεις λάβας. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της
ροής της λάβας και ο τρόπος της κίνησής καθορίζονται από την σύνθεση του
μάγματος, την απώλεια θερμότητας και αερίων, καθώς και τη ρεολογία του.
Το ιξώδες είναι καθοριστικό στην μορφή και την
εξάπλωση της λάβας. Στις βασαλτικές λάβες, το χαμηλό ιξώδες επιτρέπει
την εξάπλωση σε λεπτές στρώσεις ή χειμάρρους με πολύ μικρό λόγο πάχους προς οριζόντια
διάσταση (~10-4). Αντίθετά στις πυριτικές λάβες το υψηλό
ιξώδες οδηγεί σε βολβώδεις δομές με λόγο ~1.
Επιπλέον η ταχύτητα απορροής της λάβας από τον
πόρο επηρεάζει τον παραπάνω λόγο, δηλαδή την μορφή τής ροής. Έτσι η γρήγορη
απορροή μειώνει τη δυνατότητα ψύξης της κινούμενης λάβας και επιμηκύνεται η
απόσταση της ροής. Ακόμη το ιξώδες καθώς επίσης και άλλοι παράγοντες όπως η
διάμετρος του πόρου και ο όγκος παροχής του μάγματος, επηρεάζουνε την ταχύτητα
απορροής της λάβας από τον πόρο. Λάβες χαμηλού ιξώδους κινούνται ταχύτερα και
εξωθούνται σε μεγαλύτερες αποστάσεις.
Ηφαιστειότητα βασαλτικών – ρυολιθικών μαγμάτων
Η ηφαιστειότητα αποτελεί ένα από
τα βασικά αποτελέσματα της μαγματικής δραστηριότητας, κατά την οποία το μάγμα
ανέρχεται στην επιφάνεια και ψύχεται, δημιουργώντας ηφαιστειακά προϊόντα. Στην
περίπτωση των βασαλτικών και ρυολιθικών μαγμάτων, η ηφαιστειακή δραστηριότητα
διαφοροποιείται σημαντικά, λόγω των φυσικοχημικών ιδιοτήτων τους. Θεωρώντας ότι το ιξώδες του μάγματος είναι ο
βασικός παράγων της ηφαιστειότητας η οποία συνδέεται άμεσα με τη συμπεριφορά
του καθώς ανέρχεται, μια σύγκριση μεταξύ των χαρακτηριστικών του χαμηλού ιξώδους βασαλτικού μάγματος και του
υψηλού ρυολιθικού, αναδεικνύει τη θεμελιώδη σημασία του ιξώδους και της αποσυμπίεσης στη
δημιουργία εκχυτικής ή εκρηκτικής δραστηριότητας αντίστοιχα:
Βασαλτική ηφαιστειότητα
Περισσότερα από τα μισά ηφαίστεια
του κόσμου είναι βασαλτικά ή περιλαμβάνουν βασάλτη. Αποτελεί το μεγαλύτερο
μέρος του ωκεάνιου φλοιού, και σχηματίζει τεράστια ηπειρωτικά βασαλτικά
οροπέδια καθώς και μικρότερες τοπικές περιοχές.
Τα βασαλτικό μάγμα δεν χαρακτηρίζεται μόνο από χαμηλό ιξώδες λόγο χαμηλής περιεκτικότητας σε
πυριτικά (περίπου 45-52% SiO₂) αλλά και από υψηλή Τ(10000 –1,200°C) όπου οι χημικές διαχυτικότητες
είναι μεγάλες, αλλά και από διαλυμένες
συγκεντρώσεις πτητικών, κυρίως νερού, οι οποίες είναι κατά πολύ χαμηλότερες από
αυτές των πυριτικών μαγμάτων.
Οι εκχύσεις βασαλτικού
μάγματος από ρήγματα και φρεάτια ποικίλουν ως προς το μέγεθος, τον ρυθμό
εκροής, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της επιφάνειας και την εσωτερική δομή. Ο
συνολικός όγκος λάβας, που συνήθως αποτελείται από πολλές ροές εκχυνόμενες κατά
τη διάρκεια ενός μόνο εκρηκτικού γεγονότος, το οποίο μπορεί να διαρκέσει από
ώρες έως και ένα χρόνο ή περισσότερο, κυμαίνεται γενικά μεταξύ 0,01–1 km³.Ωστόσο, όγκοι της τάξης των 10²–10³ km³
φαίνεται ότι έχουν εκχυθεί σε μία και μόνο πλημμυρική βασαλτική εκροή
οροπεδίου. Ένας σχετικά υψηλός ρυθμός εκροής κατά την έκρηξη ρήγματος στο Λάκι
της Ισλανδίας το 1783, με συνολικό όγκο 12,3 km³,
ήταν περίπου 5000 m³/s (0,5 km³/ημέρα) σε διάστημα 28 ημερών. Οι υψηλότεροι ρυθμοί εκροής επιτρέπουν
στη λάβα να ρέει σε μεγαλύτερες αποστάσεις, έως και 40 km στο
Λάκι, επειδή η μεταφορά θερμότητας και συνεπώς η ψύξη και ακινητοποίησή της
έχουν μικρότερη σημασία ως περιοριστικοί παράγοντες. Το πάχος μιας μεμονωμένης
ροής κυμαίνεται γενικά μεταξύ 10–30 m, αλλά
μπορεί να είναι μόλις λίγα εκατοστά σε περίπτωση λάβας με χαμηλό ιξώδες.
Μία αργά ανερχόμενη,
αποσυμπιεζόμενη και ψυχόμενη στήλη διοχέτευσης βασαλτικού μάγματος, θα περάσει
σε φάση ανάπτυξης φυσαλίδων, η οποία θα συμβαδίζει με έντονες αλλαγές
παραμέτρων. Καθώς το μάγμα
ανέρχεται, η αποσυμπίεση προκαλεί την απόμειξη των πτητικών συστατικών,
δημιουργώντας φυσαλίδες. Οι μεγάλες φυσαλίδες έχουν αρκετά ταχεία πλευστότητα
ώστε να προωθούνται
διαμέσου του μάγματος και να είναι εφικτή η ανέπαφη διαφυγή τους από την κορυφή
της στήλης. Τα αποδιαλυμένα πτητικά μπορούν επίσης να διαχέονται εντός
ανοιγμάτων των περιβαλλόντων τη στήλη πετρωμάτων.
Η προοδευτική και μεταβαλλόμενη εξαέρωση
ενός φυσαλιδώδους μάγματος μπορεί να οδηγήσει σε εκρηκτική εκτόνωση, με
το τήγμα να διατηρεί την αρχική του συνεκτικότητα και να εκρήγνυται υπό τη
μορφή συμπαγούς λάβας. Αυτή η διεργασία συνδέεται συχνά με εκρήξεις μέτριας
έντασης, όπου η σταδιακή απελευθέρωση αερίων περιορίζει την απότομη
θρυμματοποίηση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ του
ιξώδους του τήγματος και της πίεσης των εγκλωβισμένων πτητικών συστατικών.
Υπό ορισμένες συνθήκες βασαλτικά μάγματα μπορούν να οδηγήσουν σε εκρηκτική, όχι διάχυτη, ηφαιστειακή
δραστηριότητα η οποία εμφανίζεται ως σιντριβάνια λάβας (lava fountains), τα οποία αποτελούνται από μεγάλες τηγμένες
φυσαλίδες και εκτοξεύονται εκατοντάδες μέτρα πάνω από τον πόρο τη στήλης. Αυτό
συμβαίνει όταν κατά την διάρκεια ταχείας ανόδου το μάγμα υπερβαίνει την πίεση
κορεσμού, προκαλώντας εκρηκτική εξαέρωση. Ο μηχανισμός αυτός προκύπτει από την ανισορροπία
μεταξύ του υπερκορεσμένου μάγματος και της απότομης απόμειξης των πτητικών
συστατικών.
Μαξιλαροειδείς
Λάβες (Pillow Lavas): είναι διακριτοί
γεωλογικοί σχηματισμοί στις περιπτώσεις που βασαλτική κυρίως λάβα εξωθείται η
ρέει υποθαλάσσια, τυπικά στις ωκεάνιες ράχες, στα νησιωτικά τόξα ή σε
υποθαλάσσια ηφαιστειακά περιβάλλοντα. Χαρακτηριστικό των υποθαλάσσιων εξωθήσεων
είναι η ταχεία ψύξη της λάβας όταν έρχεται σε επαφή με το νερό.
Ρυολιθική ηφαιστειότητα
Τα ρυολιθικά μάγματα, αντίθετα, παρουσιάζουν υψηλό ιξώδες, χαμηλότερες
θερμοκρασίες (700–900°C) και υψηλή περιεκτικότητα σε πυριτικά (πάνω από 70%
SiO₂). Αυτά τα χαρακτηριστικά τα καθιστούν πιο "παχύρευστα" γεγονός
που επηρεάζει την ηφαιστειακή συμπεριφορά τους. Καθώς αυτά τα τήγματα
αποδιαλύουν το νερό μέσα στις αυξανόμενες σε όγκο φυσαλίδες, τα τοιχώματα του
τήγματος μεταξύ των φυσαλίδων γίνονται περισσότερο ιξώδη και η περαιτέρω
ανάπτυξη των φυσαλίδων επηρεάζεται με δύο τρόπους: α) με τον περιορισμό της διάχυσης
περισσότερου νερού μέσα σ’ αυτές και β) επιβραδύνοντας την ιξώδη παραμόρφωση των τοιχωμάτων τους λόγω της
ογκομετρικής διαστολής του ατμού.
Αν και η αύξηση του ιξώδους θα αναμενόταν να επιβραδύνει την άνοδο του
μάγματος, ο αυξημένος όγκος των φυσαλίδων μειώνει τη συνολική πυκνότητα του
μάγματος, καθιστώντας το πιο πλευστό και ικανό να ανέρχεται ταχύτερα. Οι
συγκεντρώσεις διαλυμένου νερού, που συνήθως κυμαίνονται στο εύρος 3–6 wt.%,
μειώνουν το ιξώδες των ρυολιθικών τηγμάτων
σε τιμές μόλις λίγες τάξεις μεγέθους υψηλότερες από αυτές των βασαλτικών
τηγμάτων.
Ως επακόλουθο είναι ότι ο
υψηλός ρυθμός της ανόδου του μάγματος επιδεινώνει την κατάσταση ανισορροπίας:
Δηλαδή η γρηγορότερη παραμόρφωση του μάγματος κατά τη διάρκεια της ταχύτερης
ανόδου του δια μέσου του ηφαιστειακού αγωγού, προκαλεί την υπέρβαση του
χαρακτηριστικού χρόνου ανάπαυσης* του ιξώδους του τήγματος. Στην περίπτωση αυτή τα τοιχώματά των φυσαλίδων
είναι, ουσιαστικά, υαλώδη και η υπερβάλλουσα εσωτερική πίεση του ρευστού
διαρρηγνύει αυτά τα τοιχώματα. Το αποτέλεσμα είναι η εκρηκτική θρυμματοποίηση του
μάγματος.
Χαρακτηριστικό, τυπικό
γνώρισμα των εκρηκτικών ρυολιθικών αποθέσεων είναι η παρουσία διάφορων μεγεθών
θρυμμάτων όπως στάχτη, λάτυποι και ογκόλιθοι. Η στάχτη αποτελείται κυρίως από
υαλώδη τεμάχη των διαρρηγμένων τοιχίων των φυσαλίδων, ενώ οι λάτυποι και οι
ογκόλιθοι αποτελούνται από κισηρόλιθους (ελαφρόπετρα) που δεν εξερράγησαν.
Ανομοιομορφία θρυμματισμού: Η
θρυμματοποίηση του μάγματος συχνά προκαλείται από στρεβλωτική παραμόρφωση κατά
τη διάρκεια της ταχείας ροής του μάγματος μέσω του ηφαιστειακού αγωγού,
δημιουργώντας ετερογενή υφή στα ηφαιστειακά προϊόντα.
Από τα παραπάνω προκύπτει μια ετερογένεια
της θρυμματοποίησης, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως αποτέλεσμα
ανομοιόμορφου διαμελισμού, που προκαλείται από την στρεβλωτική παραμόρφωση (strain) στο τήγμα κατά τη διάρκεια της διατμητικής ροής η
οποία συνοδεύεται με ταχεία άνοδο στη ηφαιστειακή στήλη και την επακολουθούσα
έκρηξη.
*[Ο χρόνος ανάπαυσης(relaxation
time) είναι ο χαρακτηριστικός χρόνος που απαιτείται για να επανέλθει το τήγμα
σε ισορροπία μετά από μία μηχανική παραμόρφωση.
Ο χρόνος ανάπαυσης του ιξώδους
είναι ένας θεμελιώδης παράγοντας που επηρεάζει τη ροή και τη δυναμική των
μαγμάτων, ιδιαίτερα σε συστήματα με υψηλό ιξώδες όπως τα ρυολιθικά μάγματα.
Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος ανάπαυσης σχετίζεται με την ικανότητα του τήγματος
να ανταποκρίνεται σε μηχανικές καταπονήσεις, όπως αυτές που προκύπτουν κατά την
άνοδο μέσα στον ηφαιστειακό φρεάτιο.
Tr = η/G
Tr: χρόνος ανάπαυσης
η: το ιξώδες. Σε υλικά
με υψηλό ιξώδες, ο Tr είναι μεγάλος,
άρα το τήγμα αντιστέκεται στην παραμόρφωση για περισσότερο χρόνο όπως ένα
στερεό. Σε τήγματα χαμηλού ιξώδους ο Tr είναι σύντομος και το τήγμα προσαρμόζεται γρηγορότερα στην παραμόρφωση όπως
ένα ρευστό.
G: διατμητικός
συντελεστής ή το μέτρο διατμητικής ελαστικότητας ή μέτρο δυσκαμψίας του υλικού:
Ο G συνδέει τη διατμητική τάση (τ) με τη εκτατική στρεβλωτική
παραμόρφωση (ε) σε ένα υλικό, μέσω της σχέσης:
τ = G ε
Να σημειωθεί ότι ο G συνδέεται με το μέτρο ελαστικότητας Young(Ε) και τον λόγο
Poisson(ν):
G = E/[2(1+ν)]
Αν ο ρυθμός της στρεβλωτικής
παραμόρφωσης (ἐ) ανερχόμενου μάγματος ἐ >1/Tr ,τότε συμπεριφέρεται ως εύθραυστο
υλικό με δυνατότητα θρυμματοποίησης (εκρηκτική εξώθηση), ενώ αν ἐ <1/Tr συμπεριφέρεται ως ιξώδες ρευστό
ακολουθώντας ομαλή διάρρηξη.]
Συγκριτικά η κύρια
διαφορά μεταξύ βασαλτικών και ρυολιθικών μαγμάτων έγκειται στις φυσικοχημικές
τους ιδιότητες, οι οποίες επηρεάζουν το είδος και την ένταση της ηφαιστειακής
δραστηριότητας. Οι βασαλτικές εκχύσεις χαρακτηρίζονται από την ήπια και συνεχή
εκροή μάγματος, ενώ οι ρυολιθικές από έντονες εκρήξεις που συνοδεύονται από
εκτεταμένα φαινόμενα ηφαιστειακής τέφρας. Αυτές οι διαφορές αντικατοπτρίζουν τη
διαφορετική προέλευση, σύνθεση και εξέλιξη των μαγμάτων.
Να σημειωθεί ακόμη ότι ενδιάμεσης σύστασης μεταξύ
των βασαλτικών και ρυολιθικών λαβών είναι η ανδεσιτική (55 - 65% SiO₂) και η δακιτική (63 – 69% SiO). Σπάνιες θεωρούνται η τραχυτική (60 – 70% SiO₂) όρος Έρεβός και η κοματιιτική (< 45% SiO₂ ) με εμφανίσεις στο Αρχαιοζωικό σε Τ >16000C.
ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ
ΜΑΓΜΑΤΟΣ
Η σύνθεση του πρωταρχικού μάγματος κατά την πλευστική του άνοδο ή κατά
τη διάρκεια της κρυστάλλωσης τροποποιείται
ποικιλοτρόπως από αρκετές διεργασίες διαφοροποίησης από τις οποίες προκύπτουν
υγρά ή στερεά κλάσματα με διαφορετική σύσταση. Μπορεί να συμβεί είτε σε κλειστά
συστήματα όπου το μάγμα δεν αλληλοεπιδρά με εξωτερικά υλικά, είτε σε ανοικτά
συστήματα όπου λαμβάνει χώρα ανταλλαγή υλικών με τον περιβάλλοντα φλοιό ή άλλα
μαγματικά σώματα.
ΜΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ
ΚΛΕΙΣΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Η διαφοροποίηση μάγματος σε
κλειστά συστήματα χαρακτηρίζεται από την απουσία ανταλλαγής υλικών ή ενέργειας
με το περιβάλλον, και η διαφοροποίηση επηρεάζεται αποκλειστικά από εσωτερικές
διεργασίες. Παρακάτω παρουσιάζονται οι κύριοι μηχανισμοί διαφοροποίησης σε
κλειστά συστήματα:
Α. Διαχωρισμός των κρυστάλλων και τήγματος που ονομάζεται και κλασματική
κρυσταλλοποίηση (fractional crystallisation) η
οποία είναι η κύρια διεργασία διαφοροποίησης στα κλειστά συστήματα. Παράδειγμα
είναι οι ασυνεχείς και συνεχείς σειρές κρυστάλλωσης του Bowen, δηλαδή όταν το μάγμα ψύχεται, πρώτα κρυσταλλώνονται τα ορυκτά με τα υψηλότερα
σημεία τήξης. Η διεργασία αυτή μπορεί να επιτευχθεί με τρείς μηχανισμούς:
Α1. Βαρυτικός διαχωρισμός (gravitational segregation): Σε ένα στατικό σώμα
τήγματος, κρύσταλλοι μεγάλης πυκνότητας καθιζάνουν στον πυθμένα του θαλάμου. Ενώ μικρότερης επιπλέουν. Αυτός ο μηχανισμός ενισχύει τον σχηματισμό
σωρευτικών πετρωμάτων στη βάση του θαλάμου και διαφοροποιεί τη σύνθεση του
εναπομείναντος μάγματος.
Α2.
Διαχωρισμός δια της ροής (flowage segregation): Σε κινούμενα σώματα
μάγματος η πίεση των διασκορπισμένων κόκκων ωθεί τους κρυστάλλους και αλλά
στερεά σωματίδια στο εσωτερικό του ρέοντος μάγματος, απομακρύνοντάς τα από τα
περιβάλλοντα τοιχία, χαρακτηριστικό φαινόμενο σε dikes, κοίτες και εξωθήσεις.
Α3.
Φιλτραρισμένος διαχωρισμός από πίεση (filter pressing): Διεργασία που συμβαίνει κατά την διάρκεια της
κρυσταλλοποίησης διεισδυτικών πυριγενών σωμάτων κατά την οποία
η υγρή φάση που βρίσκεται στα διάκενα μεταξύ των κρυστάλλων διαχωρίζεται από
αυτούς μέσω πίεσης. Καθώς οι κρύσταλλοι συσσωρεύονται στο μαγματικό σώμα σχηματίζουν
κρυσταλλικό θρόμβο ενώ τα εναπομείναντα υγρά διαχέονται μέσω των διάκενων. Αυτοί οι κρυσταλλικοί θρόμβοι μπορεί να είναι
αποτέλεσμα βυθιζόμενων κρυστάλλων που
συγκεντρώνονται στη βάση του μαγματικού θαλάμου ή από κρυστάλλους που συσσωρεύτηκαν
κατά την διάρκεια των πρώιμων σταδίων της κρυσταλλοποίησης. Η πίεση που προκαλεί τον διαχωρισμό ασκείται είτε από
το βάρος των υπερκείμενων κρυστάλλων είτε από εξωτερικές δυνάμεις που
προκύπτουν από τοπικές διαφορές στην πίεση. Αυτές οι δυνάμεις ωθούν το εύκολα
κινούμενο υγρό μέσω των διάκενων του κρυσταλλικού θρόμβου. Επιπλέον, η
εφαρμοζόμενη πίεση μπορεί να οδηγήσει στη θραύση των υπολειπόμενων κρυστάλλων.
Η διεργασία αυτή μπορεί να εξηγήσει τον σχηματισμό μονόμικτων πετρωμάτων με
ασυνήθιστη ορυκτολογική και χημική σύνθεση, (πχ ανορθοσίτες).
Β. Διαχωρισμός μη-αναμείξιμων τηγμάτων (immiscible melts)
Τα μη-αναμείξιμα πυριτικά τήγματα ανακαλύφθηκαν
αρχικά στο σύστημα MgO-SiO2, και αργότερα αναγνωρίστηκαν και σε αλλά
μαγματικά συστήματα.
Ένα σώμα μάγματος που ψύχεται, πολλές φορές
δέχεται σταγόνες από ένα δεύτερο μάγμα με τελείως διαφορετική σύνθεση, οι
οποίες δεν αναμειγνύονται με το πρώτο σώμα, όπως το νερό με το λάδι:
Ο χημικός μηχανισμός που καθορίζει την
κατακρήμνιση ενός μη αναμείξιμου τήγματος ενεργοποιείται όταν η συγκέντρωση
ενός ορυκτού μέσα στο μητρικό μάγμα φθάνει στο σημείο κορεσμού.
Εάν αυτός ο κορεσμός συμβεί σε Τ πάνω από το
σημείο τήξης του ορυκτού τότε κατακρημνίζονται σταγόνες τήγματος αντί κόκκων του
ορυκτού. Η σύνθεση αυτών των μη αναμείξιμων τηγμάτων διαφέρει από εκείνη του αρχικού ορυκτού, επειδή τα τήγματα
τείνουν να συμπαρασύρουν και να συγκεντρώνουν αρκετά στοιχεία από το μητρικό
μάγμα και έτσι αυτή η διεργασία οδηγεί σε πλούσια μεταλλευτικά κοιτάσματα. Τα
σουλφίδια του σίδηρου, είναι το βασικό συστατικό των περισσότερων μη – αναμείξιμων
τηγμάτων, τα οποία συμπαρασύρουν μέταλλα χαλκού, νικελίου και της ομάδας της
πλατίνας. Μη-αναμείξιμες θειούχες σταγόνες μπορούν να συσσωρευτούν και να
δημιουργήσουν μη-αναμείξιμα στρώματα τηγμάτων στον μαγματικό θάλαμο, με
αποτέλεσμα να σχηματιστούν αποθέσεις κοιτασμάτων των παραπάνω μετάλλων μέσα σε
ένα συνονθύλευμα θειούχων ορυκτών.
Πειραματικές έρευνες έδειξαν αδιαμφισβήτητα το
μη-αναμείξιμο των θειούχων και πυριτικών τηγμάτων. Ακόμη και μικρές συγκεντρώσεις S, της τάξης μερικών εκατοντάδων p.p.m., είναι αρκετές για να
κορεστούν βασαλτικά τήγματα, ενώ στην περίπτωση μεγάλων συγκεντρώσεων έχουν ως
αποτέλεσμα τον διαχωρισμό από τα θειικά τήγματα του Fe και του S και με τα
επουσιώδη Cu, Ni, και O, να κρυσταλλώνονται σε πυρροτίτη (Fe1-XS, x=0-0.17) χαλκοπυρίτη (CuFeS2) και μαγνητίτη (Fe2+Fe3+2O4).
Γ. Διαχωρισμός ρευστών – τηγμάτων: Πηγματίτες
Υδατικά και καρμπονιτικά ρευστά, στα πετρώματα,
βρίσκονται σε ισορροπία με τήγματα μαγμάτων περιέχουν σημαντικές συγκεντρώσεις
χημικών στοιχείων όπως Si, Na, K, Fe, καθώς επίσης και αρκετά μη συμβατά
στοιχεία. Στα τελικά στάδια της στερεοποίησης γρανιτικών μαγμάτων, θεωρείται
ότι ο σχηματισμός πηγματίτων οφείλεται στον διαχωρισμό υδατικών φάσεων από τα
εναπομείναντα, κορεσμένα σε νερό, γρανιτικά τήγματα.
Ο πηγματίτης είναι ένα ασύνηθες μαγματικό
πέτρωμα με κόκκους διαφόρων μεγεθών από πολύ χονδρούς έως και πολύ λεπτούς σε
φανεριτικά φελσικά πετρώματα όπως οι γρανίτες και απλίτες.
Κάποια πηγματικά σώματα μπορεί να είναι μικρά ακανόνιστα κομμάτια, μικρότερα από 1εκ, σε μάζες πλουτωνικών και μεταμορφωμένων πετρωμάτων. Άλλα μπορεί να είναι μήκους χιλιάδων μέτρων και πλάτους εκατοντάδων και να έχουν τη μορφή dikes, φλεβών και κοιτών. Οι περισσότεροι πηγματίτες έχουν εσωτερικά διαφοροποιημένη ζωνώδη δομή και χαρακτηρίζονται ως σύνθετοι (complex) πηγματίτες.
Αποτελούνται από ποικιλία ορυκτών. Οι απλοί πηγματίτες είναι κυρίως γρανιτικής σύστασης από αλβίτη, χαλαζία, περθίτες, και δευτερεύοντα μοσχοβίτη, τουρμαλίνη και Fe-Mn γρανάτη. Οι κεντρικές ζώνες συνθέτων πηγματίτων περιέχουν ορυκτά όπως: τουρμαλίνη, τοπάζι, γρανάτη, σποδουμένης, σκαπόλιθος, βήρυλλος απατίτης, φθορίτης, ζιρκόνιο και γενικά αποτελούν πηγή πολύτιμων λίθων.
ΜΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ANOIKTA ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ:
ΥΒΡΙΔΙΚΑ ΜΑΓΜΑΤΑ
Στα ανοικτά μαγματικά συστήματα,
η διαφοροποίηση του μάγματος επηρεάζεται από μια σειρά αλληλεπιδράσεων, όπως η
μείξη μαγμάτων, η απορρόφηση (μόλυνση) και η εξαέρωση πτητικών συστατικών.
Αυτές οι διεργασίες μπορούν να μεταβάλλουν σημαντικά τη σύνθεση, τη ρεολογία
και τη δυναμική των μαγμάτων, οδηγώντας σε σχηματισμό υβριδικών μαγμάτων και σε
έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα. Η παρούσα ανάλυση εστιάζει στις βασικές
διεργασίες που χαρακτηρίζουν τη μαγματική διαφοροποίηση και τις γεωλογικές
συνέπειες που τη συνοδεύουν:
Α. Ανάμειξη (mixing) μαγμάτων
Εάν δύο ή περισσότερα ανόμοια μητρικά μάγματα
αναμειχθούν, θα προκύψει ένα υβριδικό μάγμα με σύνθεση ενδιάμεση των μητρικών
από τα οποία προήλθε. Τα μάγματα, ως γνωστόν, μπορούν να προκύψουν από
διαφορετικές πηγές, όπως τα βασαλτικά από τον άνω μανδύα ή τα πυριτικά από τον
βαθύ ηπειρωτικό φλοιό ή ενδεχόμενα να προέχονται από κοινή πηγή αλλά
ακολουθήσαν διαφορετικές εξελικτικές πορείες. Τα ανόμοια μάγματα
είναι εκ φύσεως ανακατεμένα (mingled)
και τα σχηματιζόμενα από αυτά πετρώματα διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, όπως επαρκής
χρόνος και θερμική ενέργεια, είναι εφικτό να αναμειχθούν (mixed), σε κλίμακα ατόμου, μέσω διάχυσης σχηματίζοντας
ένα, ουσιαστικά, ομοιογενές τήγμα.
Η υβριδοποίηση
μαγμάτων μπορεί να κυμαίνεται από έντονες διαφορές, όπως μεταξύ βασαλτών και
ρυόλιθων, έως διαφορές μικρής κλίμακας σε επίπεδα ppm βασικών στοιχείων. Αυτές οι αντιθέσεις είναι χαρακτηριστικές για
διάφορους μηχανισμούς υβριδοποίησης που παρατηρούνται σε εισχωρήσεις μάγματος,
οι οποίες μπορεί να τροφοδοτούν ηφαιστειακές εκρήξεις ή ακόμη και τη ροή της
λάβας. Η ανάμειξη μαγμάτων μπορεί να εντοπιστεί από την σύνθεση του
πετρώματος εφόσον περιλαμβάνονται τα ακόλουθα
χαρακτηριστικά:
1. Ανισορροπία φάσεων
όπως συνύπαρξη ανόμοιων ορυκτών, χαλαζία και Mg-ολιβίνη
ή την ταυτόχρονη παρουσία αλβίτη και ανορθίτη σε ασβεστο-αλκαλικά πλαγιόκλαστα.
2. Φαινοκρύσταλλοι μέσα σε εισχωρήσεις
τήγματος υάλου με σύνθεση διαφορετική από αυτή του υαλώδους σώματος.
3. Σε περιορισμένη θερμική ενέργεια, αντίστοιχα
περιορισμένη θα είναι και η ανάμειξη μαγμάτων. Συνεπώς η σύνθεση των
πετρωμάτων που είναι αποτέλεσμα μείξης μαγμάτων δεν διαφέρει σημαντικά
από αυτή των μητρικών.
Αν η ανάμειξη συνεχιστεί προς πλήρη ομογενοποίηση υβριδικού
μάγματος, η σύνθεσή του (Ch),
μπορεί να εκφραστεί από μια απλή εξίσωση ισορροπίας μάζας:
Ch = CxFx + Cy(1 - Fx)
Όπου Cx και Cy
είναι οι συνθέσεις
των μητρικών μαγμάτων και Fx είναι η αναλογία ανάμειξης η οποία αντιπροσωπεύει το
μέρος μάζας του ενός από τα μάγματα.
Επομένως, η διεργασία ανάμειξης εξαρτάται από την ετερογένεια των συμμετεχόντων
μαγμάτων. Επιπλέον, η ανάμειξη συχνά συνοδεύεται από την κρυστάλλωση νέων
φάσεων, οι οποίες σταθεροποιούνται ανάλογα με τις θερμικές συνθήκες και τις
ιδιότητες της σύνθεσης του υβριδικού συστήματος.
Β. Απορρόφηση (Assimilation)
μαγμάτων
Απορρόφηση είναι η διεργασία όπου ξένα σώματα,
σε στερεά η ρευστή κατάσταση, ενσωματώνονται μέσα στο μάγμα. Δεν διαφαίνεται να
υπάρχει συγκεκριμένος μηχανισμός και η διεργασία εξαρτάται από πολλούς
παράγοντες: θερμότητα, ταχύτητα
ψύξης μάγματος, πίεση αερίων και η σύνθεση του υλικού το οποίο απορροφάται. Το
αποτέλεσμα είναι ένα μολυσμένο μάγμα και μετά την ψύξη τα αντίστοιχα πετρώματα
αναφέρονται ως μολυσμένα.
Η υβριδοποίηση μπορεί να θεωρηθεί ως παρόμοια διεργασία με τη μόλυνση, αλλά
συνήθως περιλαμβάνει τη μείξη δύο μαγμάτων, ή την ενσωμάτωση του ενός μάγματος
στο άλλο, πριν ολοκληρωθεί η μαγματική κρυστάλλωση.
Πιο συγκεκριμένα η μόλυνση μάγματος (magma contamination) ορίζεται ως η
αλληλεπίδραση με τα περιβάλλοντα αυτό στοιχεία σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί
χημική και θερμική ισορροπία ειδικά στους υπεδάφιους θαλάμους όπου η κίνηση
είναι πολύ αργή ή στάσιμη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της μόλυνσης είναι η ύπαρξη
ξενόλιθων μέσα στο μάγμα. Η απορρόφηση μπορεί αρχικά να συνεπάγεται απλή
διασπορά φυσικών ξενόλιθων και ξενοκρυστάλλων στο μάγμα, όπως τα Προκάμβρια
ζιρκόνια σε ρυόλιθους Μειόκαινου. Τα ορυκτά διαλύονται επιλεκτικά στο τήγμα και
μολύνουν τα ιόντα του, ανάλογα με το μέγεθος της δημιουργούμενης διάχυσης. Οι
θερμικές και χημικές αρχές της απορρόφησης διατυπώθηκαν για πρώτη φορά από τον
Bowen το 1928, ο οποίος εξέτασε τις θερμικές και χημικές αλληλεπιδράσεις
ανάμεσα στο μάγμα και τα περιβάλλοντα πετρώματα.
Η εκτεταμένη απορρόφηση απαιτεί το μάγμα να είναι υπέρθερμο, του οποίου η θερμότητα
έχει δύο πηγές:
α) Αυτή που αποδεσμεύεται κατά τη διάρκεια της
ψύξης σε χαμηλή Τ και
β) τη λανθάνουσα θερμότητα που
αποδεσμεύεται κατά την κρυστάλλωση των μαγματικών φάσεων.
Γ. Εξαέρωση
(degassing)
Η εξαέρωση είναι η διεργασία κατά
την οποία τα πτητικά συστατικά του μάγματος, όπως το H₂O, το CO₂, το SO₂, και
τα ευγενή αέρια (He, Ar), διαφεύγουν από τη τηγμένη φάση προς την αέρια φάση.
Σε ένα ανοικτό μαγματικό σύστημα, η εξαέρωση γίνεται πιο πολύπλοκη λόγω της
αλληλεπίδρασης του μάγματος με το περιβάλλον του, καθώς και της συνεχούς
ανατροφοδότησης ή απομάκρυνσης υλικού. Οι κύριοι μηχανισμοί εξαέρωσης
περιλαμβάνουν:
Γ1. Αποσυμπίεση κατά την ανάδυση
Κατά την άνοδο του μάγματος προς
την επιφάνεια, η μείωση της πίεσης προκαλεί την απελευθέρωση πτητικών που
προηγουμένως ήταν διαλυμένα στο τήγμα. Ακόμη η διαλυτότητα του H₂O και του CO₂
μειώνεται δραματικά σε χαμηλές πιέσεις. Αυτό οδηγεί στον κορεσμό και στην
εξαγωγή αυτών των συστατικών. Στα ηφαιστειακά τόξα, το CO₂ απελευθερώνεται
νωρίτερα λόγω της χαμηλής διαλυτότητάς του σε σχέση με το H₂O, δημιουργώντας
χαρακτηριστικές φυσαλίδες πλούσιες σε CO₂ στα βαθύτερα μέρη του συστήματος. Η
έντονη αποσυμπίεση μπορεί να οδηγήσει σε εκρηκτική εξαέρωση, όπως παρατηρήθηκε
στις εκρήξεις του Mount St. Helens το 1980.
Γ2. Αλληλεπίδραση με Τεκτονικές
Δομές
Σε ανοικτά συστήματα, οι διαρρήξεις
τα ρήγματα και οι ασυνέχειες λειτουργούν ως αγωγοί για τη διαφυγή αερίων,
επιταχύνοντας την εξαέρωση, ιδιαίτερα σε περιοχές έντονης τεκτονικής
δραστηριότητας. Η εξαέρωση μπορεί να είναι συνεχής ή παλμική ανάλογα με τις
διακυμάνσεις στην πίεση.
Γ3. Ανατροφοδότηση Μάγματος
Η είσοδος νέου μάγματος σε έναν
θάλαμο που περιέχει ήδη εξαερωμένο μάγμα μπορεί να προκαλέσει απότομη αύξηση
της πίεσης και, κατά συνέπεια, εκρηκτική εξαέρωση. Ακόμη νέο μάγμα
εμπλουτισμένο σε πτητικά συστατικά μπορεί να οδηγήσει σε κορεσμό και διαφυγή
αερίων σε μεγάλες ποσότητες.
Γ4. Επίδραση Θερμοκρασίας
Η αύξηση της θερμοκρασίας λόγω
θερμικής επαφής ή κρυσταλλοποίησης μπορεί να μειώσει τη διαλυτότητα πτητικών,
οδηγώντας σε επιταχυνόμενη εξαέρωση.
Η εξαέρωση μπορεί να προκαλέσει:
1. Αλλαγές στη χημική
σύνθεση του υπολειμματικού υγρού από την απομάκρυνση πτητικών συστατικών και εμπλουτισμό
σε ασύμβατα στοιχεία, όπως το Cl, το F, ή σε μέταλλα ( Cu, Au).
2. Μείωση του
ιξώδους, διευκολύνοντας την περαιτέρω ανάδυση του μάγματος.
3. Σχηματισμό ορυκτών
καθώς τα αέρια που διαφεύγουν μπορούν να αντιδράσουν με τα τοιχώματα του
θαλάμου ή με το περιβάλλον, σχηματίζοντας ορυκτά εξάτμισης, όπως τον γύψο
(CaSO₄·2H₂O) ή τον αιματίτη (Fe₂O₃).
4. Κλιματικές επιπτώσεις
καθώς αέρια της εξαέρωσης, όπως το SO₂, μπορεί να οδηγήσει σε ψύξη του πλανήτη μέσω
της δημιουργίας αερολυμάτων στην ανώτερη ατμόσφαιρα.
5. Ηφαιστειακή επικινδυνότητα
δεδομένου ότι τα ανοικτά μαγματικά συστήματα είναι πιο επικίνδυνα λόγω της
πιθανότητας απότομης αποσυμπίεσης και έκρηξης.
ΜΑΓΜΑΤΙΚΗ
ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΒΑΣΑΛΤΙΚΕΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΕΙΣ:
Η διαφοροποίηση στις βασαλτικές
διεισδύσεις αποτελεί θεμελιώδη διεργασία, καθώς εξηγεί τη δημιουργία χημικής
και ορυκτολογικής ποικιλίας στα πυριτικά πετρώματα. Οι βασαλτικές διεισδύσεις,
δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για την κρυσταλλοποίηση, την ανακύκλωση και
την ανάπτυξη μαγματικών συστημάτων.
Μηχανισμοί
διαφοροποίησης:
1. Κλασματική
κρυστάλλωση
Η κλασματική κρυστάλλωση
(fractional crystallisation) είναι
κυριότερος μηχανισμός διαφοροποίησης στις βασαλτικές διεισδύσεις. Προκύπτει
όταν οι κρύσταλλοι που σχηματίζονται απομακρύνονται από το υγρό μάγμα,
προκαλώντας μεταβολές στη χημική σύνθεση του υπολειμματικού τηγμένου υλικού.
Σε αρχικά στάδια, σχηματίζονται
πρώτα οι κρύσταλλοι υψηλής θερμοκρασίας σύμφωνα με τη σειρά του Bowen (π.χ.
ολιβίνης, πυρόξενοι, ασβεστούχα πλαγιόκλαστα) στη συνέχεια οι κρύσταλλοι
καταβυθίζονται λόγω βαρύτητας ή παραμένουν εγκλωβισμένοι κοντά στα τοιχώματα του
μαγματικού θαλάμου.
Το υγρό μάγμα γίνεται πλουσιότερο
σε στοιχεία όπως το SiO₂, το Al₂O₃ και το Na₂O, ενώ τα στοιχεία όπως το MgO και
το FeO μειώνονται.
2. Ανακύκλωση
κρυστάλλων
Η ανακύκλωση κρυστάλλων (crystal
recycling) λαμβάνει χώρα όταν οι ήδη σχηματισμένοι κρύσταλλοι επανατήκονται ή
ενσωματώνονται εκ νέου στο υγρό μάγμα, συχνά λόγω θέρμανσης ή ανανέωσης του
θαλάμου με νέο μάγμα. Παράγοντες είναι οι μεταβολές στη Τ όπως άνοδος λόγω
εισροής θερμότερου μάγματος καθώς και οι δυναμικές ροές που εκδηλώνονται ως
ταραχώδεις κινήσεις στο θάλαμο μάγματος με τη δυνατότητα να επαναφέρουν τους κρυστάλλους στην υγρή
φάση.
3. Εγκλωβισμός
υγρού και τήξη του υπολείμματος
Κατά τα τελικά στάδια της
κρυστάλλωσης, παραμένει ένα υπολειμματικό υγρό εμπλουτισμένο σε ασύμβατα
στοιχεία, όπως το K, το Rb και το U, καθώς και σε πτητικά συστατικά όπως H₂O
και CO₂. Η υψηλή συγκέντρωση αυτών των συστατικών μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία
πετρωμάτων πηγματίτη. Το υπολειμματικό υγρό συμβάλλει στην ανάπτυξη ζωνών
εμπλουτισμένων σε ασύμβατα στοιχεία, οι οποίες αποτελούν στόχο για την εξόρυξη
πολύτιμων μετάλλων.
4. Αναμείξεις μαγμάτων
Η ανάμειξη μαγμάτων (magma
mixing) προκύπτει όταν δύο μαγματικές πηγές με διαφορετική χημική σύσταση
συνδυάζονται, δημιουργώντας νέο μάγμα με υβριδικά χαρακτηριστικά. Η διεργασία
αυτή μπορεί να προκαλέσει ασυνέχειες στη γεωχημική σύνθεση και σχηματισμό πετρωμάτων
με ανομοιογενείς ισοτοπικές αναλογίες.
5. Σωρευτικές
ζώνες (cumulate zones)
Οι συγκεντρώσεις των ορυκτών στις
κατώτερες και ανώτερες σωρευτικές ζώνες, εντός των βασαλτικών διεισδύσεων,
διαφοροποιούνται από τις μεταβολές που οφείλονται στην σειρά κρυστάλλωσης, στην
κλασματική κρυσταλλοποίηση και στην διαφοροποίηση του μάγματος:
Οι κατώτερες ζώνες σχηματίζονται
από τη βαρύτητα, που προάγει την καταβύθιση των κρυστάλλων στον πυθμένα του
θαλάμου και κυριαρχούνται από ορυκτά που κρυσταλλώνονται σε υψηλές Τ όπως
ολιβίνης, πυρόξενοι, ασβεστούχα πλαγιόκλαστα, χρωμίτης και τα πετρώματα είναι
δουνίτες περιδοτίτες και πυροξενίτες.
Οι ανώτερες ζώνες αποτελούνται
από ορυκτά που κρυσταλλώνονται σε χαμηλές Τ όπως καλιούχα πλαγιόκλαστα και
συγκεντρώσεις φελσικών, κλινοπυρόξενοι (αυγίτης) υψηλής συμμετοχής Fe, μαγνητίτης ιλμενίτης. αμφίβολοί, χαλαζίας και Κ-άστριοι κ.α.
Τέλος πρέπει να επισημανθεί η
διάκριση μεταξύ της θολεϊιτικής τάσης διαφοροποίησης, η οποία
χαρακτηρίζεται από εμπλουτισμό σε Fe με περιορισμένα φελσικά παράγωγα, από την ασβεστο-αλκαλική τάση, η οποία, αντίθετα
παρουσιάζει περιορισμένο εμπλουτισμό σε Fe και αφθονία φελσικών παραγώγων. Η
θολεϊιτική σειρά πετρωμάτων είναι τυπική για διαφοροποιημένα βασαλτικά σώματα
διείσδυσης, καθώς και για τα ηφαιστειακά τόξα νησιωτικού τύπου, ενώ η ασβεστο-αλκαλική
σειρά είναι χαρακτηριστική για τα τόξα ηπειρωτικών περιθωρίων.
Είναι πλέον αποδεκτό ότι μια
σειρά από διεργασίες διαφοροποίησης μπορούν να δρουν στα πρωτογενή βασαλτικά
μάγματα, παράγοντας ένα συνεχές φάσμα σειρών πετρωμάτων και τάσεων της υποαλκαλικής
σειράς πετρωμάτων, η οποία έχει υποδιαιρεθεί σε θολεϊιτική και ασβεστο-αλκαλική
ως ακραία μέλη.
Β. Ανδρώνης
Αναφορές
Agee Carl B. David Walkerb (1993): Olivine flotation in mantle melt Earth and Planetary Science Letters
Volume 114, Issues 2–3, January 1993, Pages 315-324
Barnes HL. (1979). Geochemistry of
hydrothermal ore deposits, 2nd ed. New York, John Wiley and Sons.
Baxter, Sadhbh. (2015): A Geological
Field Guide to Cooley, Gullion, Mourne & Slieve Croob.
Becker T.W.
& Boschi L.,
(2002): A comparison of tomographic and geodynamic mantle models. Geochem. Geophys. Geosys., 3, 2001GC000168.
Best Myron G. (2003): Igneous and
metamorphic petrology. 2nd ed Blackwell Science Ltd
Brimhall GH, Crerar DA. (1987): Ore fluids:
Magmatic to supergene. In: Carmichael ISE, Eugster HP, ed.
Thermodynamic modelling of geologic materials: Minerals, fluids, and melts.
Rev. Mineral. 17:235–321
Brandeis G, Jaupart C. (1987.): The kinetics
of nucleation and crystal growth and scaling laws for magmatic
crystallization. Contr. Mineral. Petrol. 96:24–34.
Burnham CW. (1985): Energy release in
subvolcanic environments: Implications for breccia formation. Econ. Geol.
80:1515–1522.
Cashman KV, Mangan MT. (1994): Physical aspects
of magma degassing. Constraints on vesiculation from textural studies of
eruptive products. In: Carroll MR, Holloway JR, ed. Volatiles in magmas:
Rev. Mineral. 30:447– 478.
Dawson JB, Pinkerton H, Norton GE, Pyle DM. (1990): Physicochemical properties of alkali carbonatite
lavas: Data from the 1988 eruption of Oldoinyo Lengai, Tanzania. Geology
18:260–263.
Geshi Nobuo, Browning John & Kusumoto (2020): Magmatic overpressures, volatile exsolution and
potential explosivity of fissure eruptions inferred via dike aspect
ratios. Scientific Reports volume 10, Article number: 9406
Gudmundsson Agust (2020): Volcanotectonics, Cambridge
University Press,
Gudmundsson Agust and Løtveit Ingrid F. (2012): Sills as fractured hydrocarbon reservoirs: examples
and models Geological Society, London, Special
Publications,374,251-271,10 September 2012, https://doi.org/10.1144/SP374.5
Gudmundsson Agust, Pasquarè Federico A., Tibaldi Alessandro (2014): Dikes, sills, laccoliths, and inclined sheets in
Iceland. doi:10.1007/11157_2014_1
Guilbert JM, Park CF, Jr. (1986): The geology of ore deposits. New York, Freeman.
Henley RW, Truesdell AH, Barton PB, Jr, Whitney JA. (1984): Fluid-mineral equilibria in hydrothermal systems. Rev.
Econ. Geol. 1.
Jahns RH, Burnham CW. (1969): Experimental
studies of pegmatite genesis: A model for the derivation and crystallization of
granitic pegmatites. Econ. Geol. 64:843–864.
Johnson MC, Anderson AT, Jr, Rutherford MJ. (1994): Pre-eruptive volatile contents of magmas.
In: Carroll MR, Holloway JR, eds. Volatiles in Magmas. Rev. Mineral.
30:281–323.
Lagergren Hanna (2012): Magmatic
Stoping and a Case Study from the Åva Ring Complex, Finland. Geotryckeriet,
Uppsala universitet.
Le Maitre, R.W. (ed.) (1989): A classification
of igneous rocks and glossary of terms. Blackwell Science, Oxford.
Lister JR, Kerr RC. (1989): The effect of
geometry on the Gravitational instability of a buoyant region of viscous fluid.
J. Fluid Mech. 202:577–594.
Lelong, Gérald, Radtke Guillaume, Cormier Laurent, Bricha Hanane, Rueff
Jean-Pascal Ablett, James M., Cabaret Delphine Gélébart Frédéric and Shukla
Abhay (2014): Detecting Non-bridging
Oxygens: Non-Resonant Inelastic X‑ray Scattering in Crystalline Lithium
Borates. doi: 10.1021/ic501730q, pubs.acs.org.
Lofgren G. (1980.) Experimental
studies on the dynamic crystallization of silicate melts. In: Hargraves
RB, ed. Physics of magmatic processes. Princeton, Princeton University:487–551.
Luchitskaya, M.V. (2022): The Composition,
Petrogenesis, and Geodynamic Setting of Adakite Magmatism: An Overview. Geotecton.
56, 486–519
Mysen BO. (1988): Structure and
properties of silicate melts. Amsterdam, Elsevier
Ramsay, J.G. (1981) Emplacement
mechanics of the Chindamara batholith, Zimbabwe. Abstr, in J.Struct.Geol. 3,
93.
Rose AW, Burt DM. (1979): Hydrothermal
alteration. In: Barnes HL, ed. Geochemistry of hydrothermal ore deposits,
2nd ed. New York, John Wiley and Sons:173–235.
Ryan MP. (1994): Neutral-buoyancy
controlled magma transport and storage in mid-ocean ridge magma reservoirs and
their sheeted-dike complex: A summary of basic relationships. In: Ryan
MP, ed. Magmatic systems. New York, Academic Press:97–138.
Saha Indrashis (2020): Study of Rayleigh
Taylor Instability with the help of CFD simulation. Department of Chemical
Engineering, University of Calcutta, doi.10.20944/preprints20200 7.0385.v1.
Sharkov E. V. (2002): Role of the
Energy of Interface Formation in the Melting and Retrograde Boiling. Institute
of Geology of Ore Deposits, Petrography, Mineralogy, and Geochemistry, Russian
Academy of Sciences.
Shaw HR. (1965): Comments on
viscosity, crystal settling, and convection in granitic magmas. Am. J. Sci.
263:120–152.
Sparks RSJ, Sigurdsson H. (1977): Magma mixing: A mechanism for triggering acid explosive eruptions. Nature
267:315–318.
Swanson SE, Fenn PM. (1986): Quartz
crystallization in igneous rocks. Am. Mineral. 71:331–342.
Symonds RB, Rose WI, Bluth GJS, Gerlach TM. (1994): Volcanic-gas studies: Methods, results, and
applications. In: Carroll MR, Holloway JR, eds. Volatiles in Magmas, Rev.
Mineral. 30:1–66.
Verhoogen J.
(1980): Energetics of the earth. Washington, DC, National Acad.
White, J., Ross, P.-S. (2011): Maar-diatreme
volcanoes: a review. Journal of Volcanology and Geothermal Research, v. 201,
p. 1-29
Williams H, McBirney AR. (1979): Volcanology. San Fransisco, Freeman Cooper.
Závada P., Dědeček P., Lexa, J. and Keller G.R (2015): Devils Tower (Wyoming, USA): A lava coulee emplaced
into a maar-diatreme volcano? Geosphere; April 2015; v.11; no.2; p.354–375; doi:10.1130/GES01166.