Τύποι συμβολής δύο πτυχώσεων
Τύπος0 (σχήμα 2):αντιμετωπίζεται ως ειδική περίπτωση αφού η κορυφογραμμή και το ΑΕ είναι παράλληλα, πρόκειται για επαναπτύχωση δύο ταυτόσημων πτυχών.
Για την παρακάτω ανάλυση οι «τύποι» απεικονίζονται στα σχήματα 2 και 3 καθώς και οι γωνίες α,β,γ,δ στο σχήμα 1
Τύπος 1 (α=β=900, γ=00). Το αρχικό ΑΕ παραμένει επίπεδο, αλλά οι άξονες της υπερκείμενης πτυχής παραμορφώνονται. Αυτό προκαλεί ένα ισχυρό κυματισμό των κυρτώσεων της αρχικής πτυχής με αποτέλεσμα τον σχηματισμό θόλων και λεκανών όπου κάθε λεκάνη περιστοιχίζεται από 4 θόλους και κάθε θόλος από 4 λεκάνες όπως μία χαρτοαυγοθήκη (Thiessen, 1986). Αν α<900 οι θόλοι και οι λεκάνες διευθετούνται σε en echelon (λοξή- κλιμακωτή) διάταξη (O'Driscoll, 1962).
Τύπος 2 (α=900, β=γ=00). Το αρχικό ΑΕ και ο αρχικός άξονας είναι παραμορφωμένοι. Αν η επαναπτυχωμένη δομή γίνεται προοδευτικά κάθετη στο b2 θα παρεμβάλλονται σχηματισμοί κυκλικής μορφής, στρογγυλεμένων τριγώνων, μορφής μανιταριού (Ramsay and Huber, 1987). Πάντως, πλάγια τμήματα, κυρίως αν οι επαναπτυχώμενες δομές αποκλίνουν από τον προσανατολισμό της τελικής επαναπτύχωσης, θα σχηματίζουν μια μεγάλη ποικιλία συνθέτων μορφών (Thiessen, 1986).
Τύπος 3 (α=β=00, γ=900). Το αρχικό ΑΕ είναι παραμορφωμένο αλλά οι αρχικοί άξονες δεν κάπτονται από την υπερκείμενη πτυχή. Παράλληλές εγκάρσιες τομές με τους άξονες b1 και b2 δεν θα αναπτύξουν περίπλοκους σχηματισμούς αλλά θα φαίνονται ως παράλληλες ευθείες γραμμές. Πάντως εγκάρσια στους άξονες πτυχών, θα φανούν παρεμβαλόμενοι σχηματισμοί συγκλίνοντες – αποκλίνοντες ή σχήματος άγκιστρου (Thiessen, 1986).
Ο Τύπος 0 επαναπτυχωμένης δομής, σχηματίζεται πάντοτε όταν β=γ=90°. Στις δύο διαστάσεις η σχηματιζόμενη επαναπτύχωση δεν αναπτύσσει κάποιο παρεμβαλλόμενο σχηματισμό. Αν και οι Thiessen and Means (1980), παρατήρησαν δύο διαφορετικές γεωμετρικές περιπτώσεις επαναπτύχωσης του Τύπου 0, αλλά θεωρήθηκαν ότι είναι δύσκολο να εντοπιστούν στη φύση. Παρόλα αυτά. αν η αρχική πτύχωση διατμηθεί από μία φλέβα ή dyke με μεγάλη γωνία ως προς τον άξονα b1, οι μετασχηματισμοί είναι προφανείς και μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις κατηγορίες, όπου απαιτείται και η χρήση της γωνίας δ (μεταξύ c1και c2):
Τύπος 01 (α=β=γ=δ=900). Η διατμητική διεύθυνση της υπερκείμενης πτυχής είναι παράλληλη στον b1 αλλά τα ΑΕ c1 και c2 είναι κάθετα μεταξύ των. Η προκύπτουσα επαναπτύχωση είναι ταυτόσημη ως προς το σχήμα της αρχικής, αλλά δείχνει σαφώς την υπέρθεση μίας ετερογενούς παραμόρφωσης παράλληλα με τον οριζόντιο b2.
Τύπος 02 (α=β=γ=900 , δ=00). Η διατμητική διεύθυνση της υπερκείμενης πτυχής είναι παράλληλη στον b1 αλλά τα ΑΕ, c1 και c2 είναι παράλληλα μεταξύ των. Η προκύπτουσα επαναπτύχωση είναι ξανά ταυτόσημη ως προς το σχήμα της αρχικής και δείχνει σαφώς την υπέρθεση μίας ετερογενούς παραμόρφωσης παράλληλα με τον κάθετο b2.
Τύπος 03 (β=γ=900 , α=δ=00). Τα ΑΕ και οι άξονες της αρχικής και της υπερκείμενη πτυχής είναι παράλληλα μεταξύ των. Η προκύπτουσα δομής της επαναπτύχωσης δεν είναι ταυτόσημη στο σχήμα με τη αρχική, αν και αποτελεί μια παραλλαγή του Τύπου 0.
Στερεογράφημα (κινούμενο) επαναπτυχώσεων με σταθερό προσανατολισμό Δύση-Ανατολή του άξονα της αρχικής πτυχής και το κάθετο αξονικό επίπεδο με κατεύθυνση Βορά-Νότο.
Οι άξονες c2 των επαναπτυχώμενων Τύπων 02 και 03 έχουν προσανατολισμό Β-Ν, των Τύπων 1 και 2 έχουν Δ-Α και στο κέντρο τοποθετούνται οι Τύποι 3 και 01.
Οι επαναπτυχώμενοι Τύποι 1 -3 μπορούν να μετασχηματιστούν στους αντίστοιχούς τους 01-03 με την περιστροφή του αξονικού τους πεδίου γύρω από τον υπερκείμενο άξονα b2. Αυτός ο μετασχηματισμός μεταξύ των επαναπτυχώμενων Τύπων μπορεί να αποτυπωθεί από τα ίχνη του c2 είτε κατά την περιστροφή είτε κατά μήκος των διαμέτρων Β-Ν και Δ-Α:
1. Ο Τύπος 1 τοποθετείται στην περιφέρεια με τον άξονά του στο Β και Ν και ο c2: Α και Δ. Μετασχηματίζεται στον Τύπο 01 με την μετακίνηση του c2 κατά μήκος της διαμέτρου Δ-Α και προς το κέντρο.
2. Ο Τύπος 2 τοποθετείται με τον άξονά του στο κέντρο και ο c2 στην Α και Δ. Μετασχηματίζεται στον Τύπο 02 κινώντας τον c2 επί της περιφέρειας με προσανατολισμό Β-Ν.
3. Ο Τύπος 3 τοποθετείται με τον άξονά του στην Α και Δ, και ο c2 στο κέντρο. Μετασχηματίζεται στον Τύπο 03 με την μετακίνηση του c2 κατά μήκος της διαμέτρου Β-Ν και προς την περιφέρεια.
Σημειώστε ότι οι δομές, ουσιαστικά, διαφοροποιούνται από τον προσανατολισμό του b2.
Τρισδιάστατη απεικόνιση επαναπτυχώσεων με άξονες τις γωνίες α, β, γ με
τιμές από 00 -900

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΜΠΤΟΜΕΝΩΝ ΠΤΥΧΩΝ
(εξίσωση Biot-Ramberg, αριθμός Deborah )
Μία σύντομη περιγραφή της εξίσωσης Biot-Ramberg:
Ανεξάρτητα αλλά σχεδόν ταυτόχρονα οι Biot και Ramberg ανέπτυξαν την
εξίσωση για το επικρατούν (dominant) μήκος κύματος πτυχής.
Ο Maurice Biot μετά από την παρότρυνση του K. Hubbert (Shell Research and Development in Houston), δημοσίευσε το 1957,
σε εργασία του για την γεωλογική θεωρία της πτύχωσης, την εξίσωση: Ld/T = 2 π (6μ/μο)1/3 όπου:
Ld= επικρατούν μήκος
κύματος,
T= το πάχος του
στρώματος,
μ= συντελεστής ιξώδους
σκληρού υλικού (πτυχής) και
μο = συντελεστής
ιξώδους μαλακού υλικού (που ενσωματώνει την πτυχή).
Δηλαδή το μήκος κύματος πτυχής είναι ευθέως ανάλογο ως
προς το πάχος του στρώματος (που αναπτύσσεται η πτυχή) και ως προς την κυβική
ρίζα του λόγου ιξώδους των δύο υλικών.
Παράλληλα, ο Hans Ramberg στην Uppsala (Σουηδία), είχε ξεκινήσει την ανάλυση της πτύχωσης ενός
στρώματος ενσωματωμένο σε ένα σώμα μικρότερου ιξώδους. Το 1959 παρουσίασε την
ίδια εξίσωση του Biot, με την διαφορά ότι αντί για «6» είχε βάλει μια
απροσδιόριστη σταθερά διότι δεν ήταν σίγουρος πώς να αξιολογήσει την επίδραση
του λόγου των ιξωδών. Τελικά το 1961 απέδειξε ότι η εξίσωση του Biot (με το «6») ήταν η
καλύτερη προσέγγιση για τη λύση του προβλήματός του.
Θεωρία
Αξιοσημείωτο πλήθος εργασιών απέδειξαν, θεωρητικά
και πειραματικά, ότι αν ένα λεπτό στρώμα υποβάλλεται σε παράλληλη βράχυνση και είναι
περισσότερο συνεκτικό (πχ σκληρότερο) από το περιβάλλοντα αυτό υλικό, αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται ασταθής διότι κάποιες αρχικές γεωμετρικές
διαταραχές στο σκληρό στρώμα θα δημιουργήσουν διεύρυνση και κάμψη ενώ ολόκληρο
το σύστημα (το στρώμα με το περιβάλλον υλικό) παραμορφώνεται με καθαρή διάτμηση.
Οι αρχικές εργασίες επικεντρώθηκαν στην
ανάλυση της κάμψης και διαχειρίστηκαν το πρόβλημα με την παραδοχή ότι όλα τα
στρώματα έχουν ελαστική συμπεριφορά. Η προϋπόθεση της γραμμικής σχέσης μεταξύ τάσης και παραμόρφωσης και των λόγων αυτών έκαναν,
απλά, το όλο πρόβλημα εύκολο στον χειρισμό.
Σ΄ αυτά που ακολουθούν έχουν γίνει οι
παρακάτω βασικές υποθέσεις:
1) Οι πτυχές θεωρούνται μικρές ώστε η
βαρύτητα να μην αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξή τους.
2) Η συμπίεση είναι παράλληλη με το στρώμα.
3) Η παραμόρφωση είναι επίπεδη.
Η κάμψη δημιουργεί ένα σύστημα πτύχωσης που
έχει συμμετρικό, περιοδικό, ημιτονοειδές σχήμα. Η ανάλυση ξεκινά με την
πυρηνοποίηση, δηλαδή από τη πτυχή κάμψης που προκύπτει μετά από απειροελάχιστη
παραμόρφωση.
Από μαθηματική άποψη αν ένα «τέλειο» σώμα
συμπιέζεται πλαγίως, τότε απλώς, κατά τη διάρκεια της βράχυνσης, θα λεπτύνει
χωρίς να πτυχωθεί. Απαιτείται μία ατέλεια για να επιφέρει καμπτική πτύχωση.
Αυτή η αρχική ατέλεια μπορεί να προϋπάρχει στο στρώμα προτού εφαρμοστεί η συμπίεση
ή μπορεί να υπάρχει μια τοπική αστάθεια που αναπτύσσεται καθώς
εφαρμόζεται η συμπίεση.
Τεχνικά, η πτύχωση προσομοιώνεται με μία ή
περισσότερες αλλεπάλληλες μικρού εύρους ημιτονοειδείς συναρτήσεις, όπου
περιγράφουν τα περιθώρια του στρώματος. Θεωρητικά γίνεται η υπόθεση ότι το μέσο
που οριοθετεί το στρώμα προβάλει αντίσταση σε κάθετη εκτροπή του. Τότε το πλέον
σταθερό σχήμα είναι αυτό που χρειάζεται τη λιγότερη άσκηση τάσης παράλληλα στο στρώμα, δηλ. τη λιγότερη ενέργεια
ελαστικής παραμόρφωσης που εφαρμόζεται συγχρόνως
στο στρώμα και στο υλικό που το περιβάλλει. Αποτελέσματα ερευνών έδειξαν ότι,
αν και όλες οι πρωταρχικές διαταραχές μπορεί να αρχίσουν να διαμορφώνονται για
την εκκίνηση πτύχωσης, μόνο μία ημιτονοειδής απόκριση αναπτύσσεται σε πτύχωση με
ένα συγκεκριμένο μήκος κύματος καθώς η παραμόρφωση εξελίσσεται. Αυτό είναι το επικρατούν
μήκος κύματος.
Επικρατούν μήκος κύματος.
Τα βασικά μεγέθη που προσδιορίζουν το επικρατούν μήκος κύματος είναι:
- το πάχος του στρώματος και
- ο λόγος ιξώδους (διαφορά στερεότητας) μεταξύ στρώματος και σώματος, τα οποία και τα δύο θεωρούνται ως Νευτώνεια ιξώδη υλικά.

Για ένα στρώμα συγκεκριμένους πάχους (h) και ιξώδους (μL) το οποίο ενσωματώνεται σε ένα σώμα (matrix) απροσδιόριστου
πάχους και μικρότερου ιξώδους (μM), αναπτύσσονται
εσωτερικές δυνάμεις (Fint) ως η αντίσταση του συγκεκριμένου
στρώματος καθώς επίσης και εξωτερικές δυνάμεις (Fext) ως
η αντίσταση του σώματος, τότε το επικρατούν μήκος κύματος (Wd)
είναι αυτό με τη μικρότερη συνολική δύναμη (Ftot=Fint+Fext) και
το οποίο περιγράφει η εξίσωση Biot-Ramberg:
Wd=2πh(μL/6μM)1/3 (1)
Αυτή η εξίσωση έχει επαληθευθεί πειραματικά
και αριθμητικά και μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε μικρού πλάτους πτυχές, η οποία
υποδηλώνει ότι:
1)Το μήκος κύματος είναι ανεξάρτητο και της
τιμής του συμπιεσμένου βάρους και του βαθμού της παραμόρφωσης.
2) Το μήκος κύματος είναι ευθέως ανάλογο ως
προς το πάχος του στρώματος, έτσι ώστε, διαφορετικά μήκη κυμάτων εμφανίζονται
σε διαφορετικά στρωμάτων ποικίλης παχύτητας, όπου σε όλα η παραμόρφωση βράχυνσης είναι σταθερή. Παχύτερα
στρώματα παράγουν μακρύτερα μήκη κυμάτων. Διαφορετικές εντάσεις ανάπτυξης
πτυχών δεν υποδεικνύουν και διαφορετικές
εντάσεις παραμόρφωσης του h.
3) Το μήκος κύματος εξαρτάται μόνο από τη
κυβική ρίζα του λόγου ιξωδών στρώματος – σώματος.
Η επίδραση του λόγου αντοχής (strength) ως
προς το λόγο μήκος κύματος/βαθμού πάχους, φαίνεται γράφοντας τη (1) ως:
Wd/h=2π(μL/6μM)1/3 (2)
Αν λύσουμε την (2) ως προς το λόγο των
ιξωδών: μL/μM=0,02419 (Wd/h)3 (3)
Στην περίπτωση που τα ιξώδη τείνουν να ισορροπούνε
δηλ. ο λόγος μL/μM τείνει
στην μονάδα, τότε το επικρατούν μήκος κύματος (Wd) τείνει στην τιμή 3,4577 h (περίπου
3,5 φορές το πάχος).
Στο σημείο αυτό
πρέπει να επισημανθεί ότι η ανάλυση των παραμέτρων του επικρατούντος μήκους
κύματος προσδιορίζεται και με την εφαρμογή της ρεολογίας (επιγραμματικά):
α) Νόμος του Νεύτωνα
του ιξώδους: τ = n γ
τ= διατμητική τάση, n=συντελεστής ιξώδους, γ= ρυθμός διάτμησης
αν n=1: νευτώνεια υλικά, 0<n<1: το ιξώδες μειώνεται με το ρυθμό διάτμησης, n>1 το ιξώδες αυξάνεται με το ρυθμό διάτμησης.
β) Νόμος του Oswald-de Waele (Νόμπελ Χημείας 1909): τ = mγn
m= δείκτης συνοχής, (όσο μεγαλύτερο το m τόσο πιο ιξώδες το υλικό)
n= δείκτης ρεολογικής
συμπεριφοράς που δείχνει το βαθμό μη Νευτώνειας συμπεριφοράς του υλικού (για
0<n<1, ή n>1 και n ≠1).
Ρυθμός ανάπτυξης
Ο ρυθμός ανάπτυξης
μίας πτυχής προσδιορίζει τον ρυθμό της διεύρυνσής της
(amplification*). Ως εκ τούτου, η
ερώτηση είναι, πόσο γρήγορα τα σημεία άρθρωσης κινούνται, κατά την διαδικασία
της κάμψης, προς τα πάνω ορθογωνίως στη κατεύθυνση του αντίκλινου ή και
αντίθετα τα πυθμιαία προς το σύγκλινο; Εξ ορισμού το επικρατούν μήκος κύματος
είναι εκείνο το οποίο διευρύνεται στον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης. Άρα από την
εξίσωση (1) το πάχος του καπτόμενου στρώματος και το ιξώδες του ως προς το
ιξώδες του περιέχοντος αυτό σώματος, είναι οι παράμετροι οι οποίοι προσδιορίζουν
τον βαθμό διεύρυνσης. Ο ρυθμός ανάπτυξης αυξάνεται ευθέως ανάλογα με την
διαφορά ιξώδους μεταξύ στρώματος και σώματος.
*amplification: για την περίπτωση της ανάπτυξης των πτυχών, ο όρος
δεικνύει την αύξηση του εύρους των και θα αποδοθεί ως «διεύρυνση».

Η διεύρυνση είναι το
άθροισμα δύο παραμέτρων: της κινηματικής και της δυναμικής ανάπτυξης.
Ak: ο κινηματικός (παθητικός) ρυθμός ανάπτυξης
που οφείλεται στο πάχος του σώματος.
Ad: ο δυναμικός ρυθμός ανάπτυξης
που οφείλεται στην διεύρυνση της αρχικής μηχανικής αστάθειας.
Το εύρος Α μίας ιξώδους κάμψης συσχετίζεται εκθετικά με τον χρόνο (t) ως ακολούθως:
A=A0 ePat όπου:
Α0=το αρχικό εύρος της ημιτονοειδούς
διαταραχής. Η παρουσία του στην παραπάνω εξίσωση συνεπάγεται ότι η διεύρυνση
της αρχικής διαταραχής επηρεάζει την τελική γεωμετρία του μήκος κύματος.
PA=είναι ο συντελεστής διεύρυνσης, (amplification factor) ο οποίος καθορίζει τον ρυθμό της διεύρυνσης και
περιλαμβάνει το άθροισμα (Ak +Ad).
Επειδή η ανάπτυξη των
πτυχών κάμψης είναι μία ασταθής διαδικασία θα διευκόλυνε, για την ανάλυσή της,
ο διαχωρισμός της σε τέσσερα στάδια:
1) Επώαση (incubation): αρχική ομοιογενής βράχυνση.
Σε πειραματικές κάμψεις, τα συμπιεσμένα
στρώματα δεν πτυχώνονται για το πρώτο
20% περίπου της βράχυνσης. Αντ’ αυτού τα στρώματα αυξάνουν τόσο το πάχος τους,
όσο απαιτείται για την αντιστάθμιση της παράλληλης προς αυτά βράχυνσης. Το ποσό
της ομοιογενούς ελαστικής ή ανελαστικής παραμόρφωσης, πριν την εκκίνηση της
κάμψης, είναι συνάρτηση του βαθμού της παραμόρφωσης και των σχετικών μηχανικών ιδιοτήτων
των στρωμάτων που υφίστανται την κάμψη. Το πάχος των στρωμάτων παραμένει
σταθερό και επομένως δεν υπάρχει διατμητική παραμόρφωση εντός και παράλληλα των
προς βράχυνση στρωμάτων.
2) Πυρηνοποίηση (nucleation).
Η ενεργοποίηση της κάμψης είναι δύσκολη και
γενικώς απαιτεί κάποια μορφή διαταραχής για την αρχική βράχυνση/πάχυνση του
στρώματος. Η πυρηνοποίηση συνεπάγεται περιστροφή του στρώματος σε συγκεκριμένα
σημεία όπου υπάρχουν εγγενής (πχ αρχική καμπτική μεταβολή) ή παραγόμενες (πχ
τοπική διακύμανση της τάσης που ασκείται στο περιθώριο) ετερογένειες στην
παραμόρφωση. Ένα συγκεκριμένο μήκος κύματος διαταραχής διευρύνεται επιλεκτικά.
Αυτή η διεύρυνση σχηματίζει τις πτυχές κάμψεις καθώς το επιλεγμένο μήκος
κύματος συσχετίζεται με τα μηχανικά χαρακτηριστικά των σκληρών στρωμάτων.

3) Διεύρυνση (amplification).
Διεύρυνση είναι η προοδευτική κάθετη ανάπτυξη
της πτυχής. Θεωρητικές εργασίες σχετικές με την πτύχωση και την προκύπτουσα απ’
αυτή έννοια του επικρατούντος μήκος κύματος, ισχύουν μόνο για την για την
αρχική εκκίνηση (πχ πυρηνοποίηση) της κάμψης όπου το εύρος της πτυχής είναι
τόσο μικρό ώστε καθίσταται πρακτικά αόρατο. Μόλις ξεκινήσει η κάμψη, η βράχυνση
θα μπορεί να συνεχιστεί με την περιστροφή των σκελών, έτσι ώστε η κάμψη να γίνεται,
προοδευτικά ευκολότερη και η κλίση των σκελών να αυξάνεται ταχέως συγκρινόμενη
με τον βαθμό βράχυνσης. Η κάμψη σ’ αυτό το στάδιο είναι μία διαθρωτική
διαδικασία της μαλάκωσης, δηλ. η αντίσταση του στρώματος ως προς την βράχυνση, μειώνεται,
με προοδευτική παραμόρφωση (διεύρυνση) ενώ οι ιδιότητες του υλικού δεν μεταβάλλονται.
Η καμπτική πτυχή διευρύνεται σε ένα βαθμό που
εξαρτάται από την διαφορά ολκιμότητας μεταξύ των σκληρών και μαλακών στρωμάτων
(γρηγορότερη διεύρυνση για μεγαλύτερη διαφορά ιξωδών). Μια γωνία κλίσης 15ο
των σκελών είναι περίπου το όριο του εύρους για το οποίο η ανάλυση του
επικρατούντος μήκος κύματος, όπως
καθορίζεται από την εξίσωση Biot – Ramberg, δεν λειτουργεί.
Τα αδύνατα στρώματα συνεχίζουν να βραχύνονται
ομοιογενώς ενώ η πτυχή διευρύνεται. Η προοδευτική βράχυνση του συστήματος είναι
αποτέλεσμα δυο διεργασιών: η μία συσχετίζεται απευθείας με την κύρτωση των στρωμάτων
για να σχηματίσουν τη πτυχή, η άλλη απαρτίζεται από μία επιπρόσθετη παραμόρφωση
σε κάθε σημείο με μια συνιστώσα βράχυνσης και μια συνιστώσα επιμήκυνσης ως προς
τον άξονα της πτυχής
4) Κλείδωμα (locking-up).
Περαιτέρω βράχυνση συνεχίζεται τόσο από τη
συρρίκνωση όσο και από την κάμψη. Η συρρίκνωση σφίγγει την αρχική καμπτική
πτυχή καθώς τα σκέλη λεπτύνονται και η άρθρωση πυκνώνει (πάχυνση). Αντίστοιχα,
για την προοδευτική ανάπτυξη των πτυχών απαιτούνται περισσότεροι του ενός
μηχανισμοί. Όταν τα σκέλη γίνονται παράλληλά μεταξύ τους (πχ, ισοκλινής πτυχή),
δεν μπορεί η βράχυνση να συνεχιστεί περαιτέρω από την περιστροφή των σκελών,
δηλαδή η δυναμική διεύρυνση της πτύχωσης σταματά. Η τελική μορφή συντελείται
όταν κάθε σημείο της στρωμάτωσης έχει περιστραφεί σε μια σχεδόν σταθερή θέση
όπου η αντίσταση στην παραμόρφωση έχει αυξηθεί. Αυτό αναφέρεται ως «κλείδωμα».
Πολυστρωμάτωση (Multilayer)
Για την περιγραφή της
συμπεριφοράς μίας πολυστρωματικής αλληλουχίας, απαιτούνται πολύπλοκες
μαθηματικές εκφράσεις, διότι πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις μεταβλητές,
ιδιαίτερα την απόσταση και τον βαθμό συνεκτικότητας μεταξύ των στρωμάτων της
ακολουθίας. Επομένως, πειραματικές παραμορφώσεις σε
ανάλογα μοντέλα θεωρούνται απαραίτητες για την ταυτοποίηση μερικών από τους
φυσικούς συντελεστές, οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με το σχήμα των πτυχών. Αυτά
τα μοντέλα, που αποτελούνται από στρώματα διαφορών πυκνοτήτων (πάχους) και
μηχανικών χαρακτηριστικών, είναι σύνθετα συστήματα τα οποία παρουσιάζουν
συγκεκριμένες συμπεριφορές:
Στο 2ο στάδιο (πυρηνοποίηση) η αστάθεια της κάμψης είναι συνάρτηση του μηχανικού χαρακτήρα
και της θέσης των πλέον πυκνών και δύσκαμπτων στρωμάτων της ακολουθίας.
Στο 3ο στάδιο (διεύρυνση) ενώ τα πλέον δύσκαμπτα και παχιά στρώματα κάμπτονται ως
απλές μονάδες, η πολυστρωματική ακολουθία, ως ολότητα, θα υποστεί πτύχωση
κάμψης – ολίσθησης (flexural-slip). Ο βαθμός και η φύση ανάπτυξης μικροδομών σε σχετικά
μαλακά στρώματα θα εξαρτηθούν από το τοπικό περιβάλλον της παραμόρφωσης το
οποίο δημιουργείται κατά την διάρκεια της πτύχωσης των σκληρότερων στρωμάτων.
Κατανομή τάσης (Stress distribution)
1. Στις ζώνες άρθρωσης, η μεγαλύτερη τάση συμπίεσης που ασκείται αν:
α) είναι παράλληλη ως προς το στρώμα των
κοίλων πλευρών των πτυχών συντελεί στη βράχυνση του παράλληλου στρώματος και αν
β) είναι κάθετος (περίπου) στο στρώμα των κυρτών
πλευρών συντελεί στην επιμήκυνση του παράλληλου στρώματος.
2. Στα σκέλη, η μεγαλύτερη τάση συμπίεσης που ασκείται τείνει να
περιστραφεί μαζί με τα σκέλη έως ότου η κλίσης τους πλησιάσει στα όρια της
(μηδενική γωνία), όπου σ’ αυτό το σημείο επανέρχεται στον αρχικό προσανατολισμό
και τείνει να σχηματίσει την μεγαλύτερη γωνία της κύρτωσης.
Το μέγεθος της τάσης μεταβάλλεται εγκάρσια
στην πτυχή και καθ’ όλη την διάρκεια της παραμόρφωσής της. Αυτές οι μεταβολές
συντελούν ώστε, το στρώμα να μεταφέρει στο σύστημα ένα μεγάλο ποσοστό της ασκούμενης δύναμης όταν
είναι παράλληλο στη διεύθυνση της βράχυνσης, αλλά αυτή η διαδικασία ενίσχυσης
μειώνεται καθώς τα σκέλη περιστρέφονται σε μεγαλύτερες γωνίες.
Επίδραση της
διαφοράς του ιξώδους.
Καμπτικές πτυχές ενός στρώματος.
Αυτές οι πτυχές αναπτύσσονται σε μεγάλη
ποικιλία σχημάτων διότι λόγω της εξάρτησης των ροών από την θερμοκρασία, σε μία
αύξησή της μεταβάλλεται η μηχανική συμπεριφορά του συστήματος και επομένως
επηρεάζει τη γεωμετρία των αναπτυσσόμενων πτυχών.
- Αν το ανθεκτικό στρώμα είναι πολύ σκληρότερο
από το περιβάλλον σώμα, (μL/μM>50), τότε ο ρυθμός διεύρυνσης της κάμψης είναι πολύ
γρήγορος και το σκληρό στρώμα εκτρέπεται δυναμικά προς υλικό χαμηλότερης ανθεκτικότητας.
Πτυχές, με μεγάλο μήκος κύματος, συγκρινόμενες με το πάχος, του αρχικά
ανεπτυγμένου ανθεκτικού στρώματος, προκύπτει ότι το μήκος του έχει υποστεί
ελάχιστες έως μηδενικές αλλαγές. Κατά τη διάρκεια περαιτέρω παραμόρφωσης, τα
σκέλη περιστρέφονται σε γωνίες μεγαλύτερες των 900 και ως εκ τούτου παράγονται
μεγάλα μήκη κύματος σε στρογγυλεμένους σχηματισμούς όπως οι πτυγματικές πτυχές.

- Αν η σχέση ιξωδών είναι χαμηλή (μL/μM<10) ο ρυθμός διεύρυνσης είναι αργός και δεν είναι
πιθανός ο σχηματισμός πτύχωσης. Αντ’ αυτού η προκύπτουσα παραμόρφωση θα
αποτελείται από στρώματα που έχουν υποστεί βράχυνση και μερική λέπτυνση, η
οποία εκφράζεται, στα περιθώρια του ανθεκτικού στρώματος, με μικρή διεύρυνση
και μικρά μήκη κύματος. Στην περίπτωση περαιτέρω βράχυνσης αυτές οι πτυχές θα
παρουσιάζουν εναλλασσόμενα κυκλικά και αιχμηρά σχήματα και είναι οι αιχμηρές-λοβοειδείς
όπως περιεγράφηκαν παραπάνω.
Το ερώτημα που τίθεται, είναι σε ποια τιμή η
βράχυνση του αρχικού στρώματος θα επαληθεύει την εξίσωση του επικρατούντος
μήκος κύματος των Biot- Ramberg.
Η Jo-Ann Sherwin και ο William Chapple (1968), βασιζόμενοι σε πραγματικές μετρήσεις
(όχι εργαστηρίου) πτυχών απλών στρωμάτων, κυρίως σε χαλαζιακές φλέβες σε φυλλιτικά
πετρώματα σχιστόλιθων και ψαμμιτών, βρήκαν ότι ο λόγος Wd/h ήταν στην πραγματικότητα χαμηλότερος καθώς και η συνολική
καμπυλότητα του Wd επίσης σημαντικά χαμηλότερη απ’ αυτούς που
είχε προβλέψει η θεωρία των Biot- Ramberg. Υποστήριξαν ότι ακόμη και με αυτό το μικρό ποσό ιξώδους
υπάρχει μια σημαντικά υπολογίσιμη αστάθεια για την οποία η βράχυνση του
στρώματος, κατά την διάρκεια της πτύχωσης είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί πλέον να
αγνοείται. Ως εκ τούτου τροποποίησαν την ανάλυση των Biot- Ramberg. λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα της σημαντικότητας της
βράχυνσης και του πάχους, τα οποία συνοδεύουν την πτύχωση και κατέληξαν στη
παρακάτω σχέση για τον λόγο Wd/h (όπως
ακριβώς την έγραψαν):
Ld/T=2π[μ/6μ0((1+λ)/2λ2)]1/3 και για
άμεση σύγκριση παρατίθεται η εξίσωση των Biot- Ramberg: Ld/T = 2π(6μ/μο )1/3 :
Το λ το
όρισαν ως η ομοειδής, πεπερασμένη επιμήκυνση η οποία διαμορφώθηκε κατά την
ανάπτυξη της πτυχής.
Οι Sherwin and Chapple θεώρησαν ακόμη αναγκαίο να περιγράψουν την διάταση (stretch) ως δύο διατάσεις εντός του επιπέδου του
στρώματος, παράλληλα και κάθετα προς την διεύθυνση βράχυνσης. Τελικά ο Hudleston (1973) επανέγραψε την εξίσωσή τους, με την
παραπάνω παραδοχή, έτσι ώστε, όμως, να είναι συγκρίσιμη με των Biot Ramberg:
Wd=2πh[(μL(S-1)/6μM 2s2]1/3 (4)
Όπου s2 =λ1/λ3,
και λ1, λ3 είναι οι κύριες τετραγωνικές μηκύνσεις κάθετα
και παράλληλα αντίστοιχα στο στρώμα (σε συμφωνία με τους σ1 και σ3).
Προφανές γίνεται ότι, από την παραπάνω
εξίσωση (4), ότι το επικρατούν μήκος κύματος αλλάζει με τη παραμόρφωση. Θεωρητικά
προβλέπεται ότι καθώς η παραμόρφωση προχωρά οι πτυχές με
προοδευτικά μεγαλύτερη αναλογία πάχους στρώματος προς
μήκος κύματος θα είναι οι περισσότερο διευρυμένες. Καθώς το πάχος μεταβάλλεται, η έννοια του επικρατούντος
μήκους κύματος θα πρέπει να προσαρμοσθεί στο νέο πάχος του στρώματος (hn), για το οποίο ένα προτιμητέο
μήκος κύματος (preferred wavelength) Wp υπολογίζεται (Biot,1965a, p. 427, and Johnson and Pfaff (1989):
Wp / Wd = (hn /h) S (5)
Όπου S είναι η κύρια διάταση παράλληλη στο στρώμα.
Πολυστρωματική καμπτική πτυχή.
Η διαφορά ιξωδών μίας πολυστρωματικής καμπτικής πτυχής μπορεί να είναι μεγάλη, μεσαία ή μικρή μεταξύ των διαφορετικών
στρωμάτων, η οποία όμως επηρεάζει το σχήμα των πτυχών. Η παχύτερη και η
σκληρότερη πολυστρωμάτωση τείνει να παράγει, μεγαλύτερα μήκη κυμάτων σε στρογγυλεμένες
πτυχές από ότι οι καμπτικές πτυχές απλών σωμάτων. Έτσι οι πολυστρωματικές καμπτικές
πτυχές παρουσιάζουν ένα ευρύτερο φάσμα σχημάτων πτυχών από αυτές του απλού
στρώματος. Για παράδειγμα και στη φύση και εργαστηριακά, σχηματίζονται πτυχές στρογγυλεμένων
αρθρώσεων, γωνιακές οξύληκτες, λοξοζωνικές και συζυγείς.
Επίδραση της
ελαστικότητας.
Σε ερευνητικό επίπεδο οι όροι «ελαστικότητα»
(με βραχεία χρονική έννοια) και το «έρπον ιξώδες» (με μακρόχρονη έννοια) περιελήφθησαν στην
ανάλυση για την ελαστικο-ιξώδη συμπεριφορά. Για ιδανικά ελαστικά υλικά το
επικρατούν μήκος κύματος εκφράζεται σε όρους ελαστικών μονάδων (μέτων)
αντίθεσης (Currie et al. 1962) και η εξίσωση (1) Biot Ramberg μπορεί να γραφεί:
Wd=2πh(EL/6EM)1/3 (6)
Όπου EL και EM είναι το μέτρο Young για το στρώμα και το σώμα αντίστοιχα.
(Το μέτρο Young (Ε) ή ελαστικότητας, δεικνύει την εφελκυστική
ελαστικότητα ή την τάση που έχει ένα σώμα να παραμορφώνεται κατά μήκος άξονα,
όπου στον ίδιο άξονα εφαρμόζονται αντίρροπες δυνάμεις και ισούται με το λόγο
παραμόρφωσης προς τάση).
Μία καθαρά ελαστική λύση δεν έχει έννοια σε
μόνιμα πτυχωμένα πετρώματα. Το επικρατούν μήκος κύματος, που αναπτύσσεται σε
ελαστικό στρώμα εντός ιξώδους σώματος είναι:
Wd=2πh(G/P)1/2 (7)
Όπου G* είναι το μέτρο της ελαστικής διάτμησης
του στρώματος και P η παράλληλη προς το
στρώμα τάση. Το ιξώδες του περιβάλλοντος σώματος δεν συμμετέχει.
* Το μέτρο ελαστικής διάτμησης (G) είναι μέτρο που χρησιμοποιούμε για την παραμόρφωση η οποία λαμβάνει χώρα όταν μια δύναμη εφαρμόζεται παράλληλα σε μία πλευρά τεμάχους ενώ από την αντίθετη πλευρά διατηρείται σταθερό από μία άλλη ίση δύναμη.
Όταν στο δοκίμιο του σχήματος, ύψους L και διατομής Α, εφαρμόζεται στη μία πλευρά δύναμη F, παράλληλη προς τη διατομή, η διατμημημένη πλευρά θα κινηθεί κατά ΔΧ.
Η διατμητική τάση (shear stress) καθορίζεται ως το μέγεθος της δύναμης ανά μονάδα της επιφάνειας διατομής που δέχεται τη δύναμη (F/A).
Η διατμητική παραμόρφωση (shear strain) καθορίζεται ως Δx/L (εγκάρσιο εκτόπισμα).
Το μέτρο ελαστικής διάτμησης G καθορίζεται ως ο λόγος τάσης προς παραμόρφωση:
G=FL/AΔΧ..
ε=στρεβλωτική παραμόρφωση (strain) ορίζεται ως: (l-l0)/l0, και ο ρυθμός (ταχύτητα) της παραμόρφωσης ως προς την μονάδα χρόνου (sec):ἐ = dε/dt.)
Ο αδιάστατος λόγος του επικρατούντος μήκος κύματος (RWd) μεταξύ ενός ελαστικο-ιξώδους στρώματος, που είναι
ενσωματωμένο σε ιξώδες σώμα, δεικνύει την συνδυασμένη συμπεριφορά ελαστικότητας
και ιξώδους:
RWd= (4 μL ἐ /G)1/2(μL/6μM)1/3 (8)
και γράφεται ως RWd= (4 De)1/2(μL/6μM)1/3 (9)
όπου: De= μL ἐ /G είναι ο αριθμός Deborah* ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ροή μίας ασταθούς συμπίεσης και αντιπροσωπεύει το ποσό της ελαστικής ενέργειας η οποία αποθηκεύεται η απελευθερώνεται, ή διαφορετικά, το ποσοστό ελαστικότητας ή ιξώδους μιας παραμόρφωσης Μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ο λόγος του χρόνου της χαλάρωσης της τάσης** (stress relaxation time) (μL/G) ως προς τον χρόνο της παραμόρφωσης (1/ ἐ).
* ο αριθμός Deborah ή επί το ελληνικότερον «Δεββώρα», προτάθηκε από τον ισραηλινό καθηγητή
ρεολογίας Markus Reiner και επέλεξε το όνομα της εν λόγω κυρίας διότι της αποδίδεται η φράση «Τα
όρη ρέουν ενώπιόν σου Κύριε», η οποία αναφέρεται στο Έβδομο Βιβλίο της Παλαιάς
Διαθήκης (το Βιβλίο των Κριτών) και είναι η μοναδική γυναίκα κριτής – προφήτης
της Βίβλου.
** ο χρόνος χαλάρωσης τάσης είναι ιδιότητα υλικού και αντιπροσωπεύει το χρόνο που απαιτείται για να παραμορφωθεί σε ένα συγκεκριμένο όριο μετα από απότομη εφαρμογή συγκεκριμένου βάρους.
Εάν De>>1, η ανάπαυση τάσης απαιτεί περισσότερο χρόνο από αυτόν της παραμόρφωσης, η οποία γίνεται κυρίως ελαστική. Αντιθέτως αν De<<1 η ανάπαυση τάσης είναι ταχύτερη σε σχέση με τη παραμόρφωση, η οποία, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι κυρίως ιξώδης.
Ο αριθμός της Δεββώρας δεν είναι κατάλληλος για να δείξει εάν η πτύχωση ενός ελαστικο- ιξώδους στρώματος είναι σαφώς ελαστικό ή ιξώδες, διότι απαιτείται μια πρόσθετη χρονική παράμετρος, αυτής της καμπυλότητας, όπως καθορίζεται από τον ρυθμό ανάπτυξης. Κατάλληλος λόγος για να προσδιορίσει αποτελεσματικά την συμπεριφορά της παραμόρφωσης ενός ελαστικο-ιξώδους στρώματος, είναι ο αδιάστατος λόγος RWd του ιξώδους, (εξίσωση 8), προς την ελαστικότητα, (εξίσωση 7), του επικρατούντος μήκους κύματος. Αυτός ο λόγος μπορεί να τροποποιηθεί με τη χρήση της σχέσης: P=4μLἐ και με την υπόθεση ότι η τάση του παράλληλου στρώματος είναι ολοκληρωτικά ιξώδης και ότι μόνο οι καπτικές τάσεις, κατά
την διάρκεια της πτύχωσης είναι ελαστικο-ιξώδεις. Τότε:
RWd=(G/P)1/2 (μL/6μM)1/3 (10)
Η ανάλυση δείχνει ότι ένα ελαστικο-ιξώδες στρώμα τείνει να είναι ελαστικό αν RWd <1 και ιξώδες αν RWd>1. Με άλλα λόγια η συμπεριφορά της πτύχωσης του ελαστικο-ιξώδους στρώματος, είναι συγκρίσιμη είτε με καθαρή ελαστικότητα είτε με καθαρό ιξώδες που εξαρτάται από το πόσο η παραμόρφωση είναι σχετικά γρήγορη ή αργή.
Ως τελικό συμπέρασμα θα λέγαμε ότι η εξίσωση Biot Ramberg ισχύει στις περισσότερες σχετικές γεωλογικές περιπτώσεις.
Ακολουθίες πτυχών (fold trains)
Πειραματικές βραχύνσεις σε μοντέλα στρωμάτων,
με υλικά ανάλογα των πετρωμάτων, έδειξαν ότι οι πτυχές οι οποίες σχηματίζονται κατά
την διάρκεια συμπίεσης, γενικώς, δεν αναπτύσσονται συγχρόνως. Σχηματίζονται με
ένα διαδοχικό τρόπο, είτε η μία μετά την άλλη, όπου η διεύρυνση της μίας πτυχής
παρακινεί την εκκίνηση και διεύρυνση της επόμενης είτε σε τυχαίες θέσεις εντός
του μοντέλου-υλικού. Γενικά οι πτυχές αναπτύσσονται διαδοχικά και προς τα έξω από
τη θέση της αρχικής αστάθειας.
Κάμψεις μεγάλης κλίμακας. Χαρακτηριστικό μήκος κύματος μεγάλης κλίμακας πτυχών.
Κατά τη διάρκεια ανάπτυξης μεγάλης κλίμακας πτυχών, η προς τα πάνω κίνηση ενός καπτώμενου στρώματος σε ένα αντίμορφο ή προς τα κάτω σε ένα σύμμορφο πρέπει να επηρεάζεται από τη βαρύτητα. Αντιλαμβανόμαστε ότι κάτω από την επίδραση της βαρύτητας το αντίμορφο θα έχει την τάση να υποχωρεί και το σύμμορφο θα έχει την τάση να ανυψώνεται. Ως αποτέλεσμα οι καμπτώμενες πτυχές θα έχουν τη τάση να επιπεδοποιούνται, αλλά η παράλληλη προς τα στρώματα συμπίεση αντισταθμίζει αντίθετα αυτή την τάση.
Αν θεωρήσουμε ένα ελαστικό στρώμα πάχους h να επιπλέει σε ένα ιξώδες υπόστρωμα πυκνότητας ρ και Δσ είναι η διαφορική τάση η οποία σχηματίζει ελαστικές κάμψεις στο στρώμα, τότε το επικρατούν μήκος κύματος για την κάμψη του ελαστικού στρώματος, κάτω από τη συντονισμένη δράση της δύναμης της βαρύτητας και της πλευρικής διαφορικής τάσης έχουν αναλυτικά υπολογισθεί:
Wd=πh[(2 Δσ)/(hρg)]1/2 (11)
Η διαφορική τάση: Δσ = {(Εhρg)/(3(1-υ2)]}1/2 (12)
Όπου Ε το μέτρο Young και υ ο λόγος Poisson* του ελαστικού στρώματος.
Πειραματικά τα αποτελέσματα είχαν
αξιοσημείωτη συμφωνία με τη θεωρία. Οι εξισώσεις (10) και (11) δείχνουν ότι απαιτείται
μεγάλη συμπιεστική τάση για τον σχηματισμό πτυχών με το μεγαλύτερο μήκος
κύματος. Καθώς η διαφορική τάση δεν μπορεί να υπερβεί τη αντοχή του πετρώματος,
η εξίσωση (12) θέτει ένα άνω όριο για το μέγεθος των καμπτικών πτυχών.
Ως παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε την
περίπτωση κάμψεων του φλοιού. Ένα γρανιτικό πέτρωμα έχει αντοχή (strength) της τάξης των 5.109 dynes cm-2. Ο μέσος όρος πάχους του φλοιού είναι 30 χλμ. και η μέση
πυκνότητά είναι 3gr/cm-3. Έτσι η μεγαλύτερη τιμή της κάμψης του φλοιού είναι,
σύμφωνα με την εξίσωση (11), περίπου 100χλμ.
* ο λόγος Poisson εκφράζει την εγκάρσια συστολική παραμόρφωση (εd) προς τη διαμήκη επέκταση της παραμόρφωσης (ε) και ως προς την κατεύθυνση της επεκτεινόμενης δύναμης:
υ = - εd / ε. Η εφελκυστική παραμόρφωση θεωρείται θετική και η συμπιεστική αρνητική. Ο ορισμός του λόγου Poisson περιλαμβάνει αρνητικό πρόσημο ούτως ώστε τα κανονικά υλικά να έχουν πάντα θετικό λόγο.
Ο λόγος Poisson ενός υλικού επηρεάζει την ταχύτητα διάδοσης και της αντανάκλασης των κυματισμών της τάσης. Στις γεωλογικές εφαρμογές, ο λόγος της συμπίεσης προς την κυματική διατμητική ταχύτητα, η οποία εξαρτάται από τον λόγο Poisson, είναι σημαντικός για να αναγνωρίσουμε τη φύση των πετρωμάτων στα βάθη της Γης. Ακόμη αυτός ο λόγος επηρεάζει την απόσβεση της τάσης ως προς την απόσταση, σύμφωνα με την αρχή του Saint Venant*, καθώς επίσης και την διανομή της τάσης μεταξύ οπών και ρωγμών.
(* ..η διαφορά μεταξύ των επιδράσεων δύο διαφορετικών αλλά στατικών ισοδύναμων φορτίων μικραίνει σημαντικά σε επαρκώς μεγάλες αποστάσεις από το φορτίο.)
Κύρια σημεία της πτύχωσης
από την παραπάνω ανάλυση:
Τρεις φυσικοί
μηχανισμοί είναι υπεύθυνοι για την πτύχωση,. Αυτοί είναι η κάμψη, η πλέον
βασική, η κυρτότητα και η καμπυλότητα Η ιστορία της μεταμόρφωσης
σε κάθε σημείο μίας πτυχής είναι περίπλοκη και οφείλεται στις συνεχείς αλλαγές
των συνθηκών τάσης (stress) και στρεβλωτικής παραμόρφωσης (strain). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το σχήμα ενός πτυχωμένου στρώματος, από
μόνο του, δεν ενεργοποιεί την παραμόρφωση να δράσει σε κάθε σημείο και
απαιτούνται επιπρόσθετες πληροφορίες. Οι γνώσεις μας για την ποικιλία των
παραμορφώσεων μέσω των πτυχωμένων πετρωμάτων βασίζονται στα αποτελέσματα της ανάλυσης
και διανομής της παραμόρφωσης όπως έχει παρατηρηθεί σε αρκετά πειραματικά
μοντέλα.
Οι παρακάτω παράγοντες
θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν αναλύονται πτυχές σε οποιοδήποτε πέτρωμα:
- Οι ρεολογικές ιδιότητες
των παραμορφωμένων υλικών.
- Η μηχανική
ανισοτροπία της μάζας του πετρώματος.
- Το πεδίο τάσεων που
δρα στο πέτρωμα συμπεριλαμβανομένων των δυνάμεων που ασκούνται από το βάρος του
σώματος.
- Η επίδραση οποιασδήποτε
ετερογένειας.
- Οι συνθήκες των περιθωρίων.
Β. Ανδρώνης
Αναφορές
Richard H.Groshong, Jr.: 3-D Structural Geology, A Practical Guide to Quantitative Surface and Subsurface Map Interpretation. Second Edition Springer ISBN-13 978-3-540-31054-9 Berlin Heidelberg New York.
Fusseis, F. (Freie Universität Berlin), and Grasemann, B.(Institut für Geologie, University of Vienna) 2002: Animation of refold structures. In: (Ed.) Andy Bobyarchick, Visualization, Teaching and Learning in Structural Geology, Journal of the Virtual Explorer, Electronic Edition, ISSN 1441-8142, volume 9, paper 1.
Krystof Verner: The Mapping of Geological Structures Czech Geological Survey in Prague.
Thiessen, R. L. 1986: Two-dimensional refold interference patterns. J. Struct. Geol. 8:563–573.
Thiessen, R. L. and Means W. D. 1980: Classification of fold interference patterns: a re-examination. Journal of Structural Geology 2, 311-326.
Bernhard Grasemann, G. Wiesmayr, E. Draganits and F. Fusseis: Classification of Refold Structures: Department of Geological Sciences, University of Vienna, A-1090 Vienna, Austria.
O’Driscoll, E. S: 1962. Experimental patterns in superimposed similar folding. J. Alberta Soc. Petrol. Geol. 10:145–167.
Neville J. Price, John W. Cosgrove: Analysis of Geological Structures, Cambridge University Press
Arvind Johnson: Styles Of Folding Mechanics And Mechanisms Of Folding Of Natural Elastic Materials (Stanford University), Elsevier Publishing Company, Amsterdam, Oxford, New York, 1977.
Stefan M. Schmalholz: Scaled amplification equation: A key to the folding history of buckled viscous single-layers. Geological Institut, ETH Zurich, 8092 Zurich, Switzerland
Peter J. Hudleston Department of Geology and Geophysics, University of Minnesota, Minneapolis, MN and Susan H. Treagus School of Earth, Atmospheric and Environmental Sciences, University of Manchester: Information from folds: A review.
Ramsay J.G. & Huber M.I. – 1987: The techniques of modern structural geology - Volume2 : Folds and fractures. Academic Press, London
Ashok Kumar Dubey: Understanding an Orogenic Belt: Structural Evolution of the Himalaya.
Hemin A. Koyi, Neil S. Mancktelow: Tectonic Modeling: A Volume in Honor of Hans Ramberg, Issue 193, 2001.
Biot, M.A., 1965a.: Mechanics of Incremental Deformations. John Wiley and Sons, New York.
Gilbert Wilson: Introduction to Small scale Geological Structures, Springer, Dordrecht.
Kaj M. Johnson, Arvid M. Johnson: Mechanical analysis of the geometry of forced-folds.
G.K. Gilbert: Geomechanics Laboratory, Earth and Atmospheric Sciences, Purdue University, 1397 CIVL, West Lafayette, IN 47907, USA.
Johnson, A.M., Pfaff, V.J., 1989: Parallel, similar and constrained folds. Engineering Geology 27, 115e180.
Roderic Lakes: University of Wisconsin, Distinguished Professor, Department of Engineering Physics, Rheology Research Center: Viscoelasticity.
J. W. Cosgrove E: The association of folds and fractures and the link between folding, fracturing and fluid flow during the evolution of a fold–thrust belt: A brief review. Department of Earth Science & Engineering, Imperial College, London
Stefan M. Schmalholz, Yuri Yu. Podladchikov: Strain and competence contrast estimation from fold shape. Geologisches Institut, ETH Zentrum, 8092 Zurich, Switzerland. Tectonophysics 340 (2001) 195–213
D. W. Schmid and Yu. Y. Podladchikov: Fold amplification rates and dominant wavelength selection in multilayer stacks. Physics of Geological Processes, University of Oslo, Oslo, Norway. Philosophical Magazine, Vol. 86, Nos. 21–22, 21 July–1 August 2006, 3409–3423
Stefan M. Schmalholz(1) & Daniel W. Schmid(2): Folding in power-law viscous multi-layers
(1) Institute of Geology and Palaeontology, University of Lausanne, Switzerland
(2) Physics of Geological Processes, University of Oslo, Norway, Phil. Trans. R. Soc. A (2012) 370.
Hans Ramberg: Evolution of ptygmatic folding (University of Chicago), Norsk Geologisk Tidsskrift 39 1959
Xiaolong Liu: Numerical simulation of viscoelastic buckle folds: Implications for stress, fractures, porosity and fluid flow. Department of Geosciences and Geological and Petroleum Engineering Missouri University of Science and Technology.
Mohammed S. Ameen, John W. Cosgrove: Forced Folds and Fractures.
Geological Society, Special Publication No169
N.C.Bobillo-AresaF.BastidabJ.Allerb On tangential longitudinal strain
folding
Tectonophysics Volume
319, Issue 1, 15 March 2000, Pages 53-68